Ζόοτ
Επίκληση για
δύο πρόσωπα σε δυο πράξεις
~
σημείωση
Και ο Ζόοτ
(όπως και κάθε άλλο γραπτό μου) είναι (σωστότερα: θα ήθελα να είναι) μια ακόμη
αφήγηση προορισμένη για να διαβαστεί. Η θεατρική φόρμα που χρησιμοποίησα ήταν
μονάχα το μέσο που ένιωσα προσφορότερο για να καταγράψω μια ιστορία για δυο
ανθρώπους (για δυο γυναίκες) που καλούνε τον δαίμονα, που επικαλούνται τον νοερό εαυτό τους για να τον κάνουν να
ζυγώσει.
Για τον Ζόοτ (που διαβάστηκε και διορθώθηκε από τον Γιάννη
Ευαγγέλου) ισχύουν όσα μονότονα σημείωνα και για τα προηγούμενα «θεατρικά έργα»
μου: δεν γνωρίζω αν είναι παραστάσιμο κείμενο· η
ενδεχόμενη «θεατρικότητά» του παραμένει (και πάλι και διαρκώς) ένα ζητούμενο
για μένα. Οι σκηνικές (;) οδηγίες που ενσωμάτωσα στο «έργο» ήταν μονάχα ένα κομμάτι
της αφήγησης. Αν κάποιος σκηνοθέτης μιας μελλοντικής παράστασης (ή όποιος
άλλος) νιώσει πως δεν του είναι χρήσιμες, ας τις αγνοήσει ή ας τις αλλάξει. Η
αλλαγή του σκηνικού χώρου σε κάτι άλλο πιθανώς να υπηρετήσει μια (τολμηρότερη;)
σκηνοθετική γραμμή – στην οποία, όπως και σε κάθε άλλη, εκ προοιμίου συναινώ.
Και φυσικά δεν έχω αντίρρηση αν, αντί για δυο γυναίκες, παίξουν δύο άντρες ή
δύο άντρες ντυμένοι γυναίκες, ή ένας άντρας με μια γυναίκα ή ένας εγγαστρίμυθος
με μια κούκλα – ή ακόμη και παιδιά. Εξάλλου, όπως επιμένω σε κάθε αντίστοιχη
εισαγωγή των «έργων» μου, νιώθω πως όλες οι αφηγήσεις απευθύνονται σε παιδιά –
οι ενήλικες είναι ήδη πνευματικά νεκροί, γυαλιστερά ταριχευμένα πτώματα.
Ο Ζόοτ
είναι ένα όνειρο. Ίσως, λοιπόν, να μου άρεζε αν μια παράσταση ακολουθούσε τη
συχνή συνθήκη των ονείρων μου: τα λόγια του έργου (: τα λόγια της επίκλησης) να
ακούγονται ενώ τα χείλη των δύο ηθοποιών σχηματίζουν άλλες λέξεις ή και
παραμένουν κλειστά (αυτό που στα κινηματογραφικά σενάρια σημειώνεται ως voice over). Δεν ξέρω φυσικά πόσο είναι τεχνικά δυνατό αυτό – προφανώς δεν
είναι. Επίσης πιθανώς να μου άρεζε αν τα λόγια λέγονταν ενώ οι δύο ηθοποιοί παρέμεναν σιωπηλές – ή και ακίνητες. Ή
ακόμη κι αν οι δυο γυναίκες ήταν δυο σκοτεινές εικόνες στον τοίχο (δυο
ελαιογραφίες με βαριά μαύρη κορνίζα, σαν κι αυτές που συναντούμε στις παλιές
ιστορίες του Ρομαντισμού).
Το μόνο που θα ήθελα σε κάθε περίπτωση είναι να ακουστεί
κανονικά και δυνατά ο πυροβολισμός του τέλους – ο πυροβολισμός που μας ξυπνάει
από το όνειρο, που διώχνει τους δαίμονες στα λαγούμια τους. Και θα ήθελα το
πιστόλι να ελέγχεται δυο και τρεις φορές πριν από κάθε ενδεχόμενη παράσταση –
να σιγουρεύουμε κάθε φορά πως είναι ψεύτικο, πως σε καμιά περίπτωση δεν έχει
μέσα του μια αληθινή σφαίρα, πως κανένας δαίμονας δεν έχει πλησιάσει τόσο κοντά.
θ. τ. – Ιούλιος 2013