θανάσης τριαρίδης * La ultima noche ή οι καρχαρίες
Πρώτη πράξη
1.
(Στη σκηνή απόλυτο σκοτάδι. Οι θεατές δεν
βλέπουν τίποτε, ακούνε μονάχα τις δύο φωνές. Η φωνή του Α είναι αντρική, η φωνή
Β είναι γυναικεία.)
Α: Φύγανε…
Β: Φύγανε…
Α: Μας άφησαν…
Β: Μας άφησαν…
Α: Μην λες ό,τι λέω εγώ…
Β: Δεν λέω ό,τι λες εσύ… Λέω αυτό που πρέπει να πω…
Α: Πάμε ξανά…
Φύγανε…
Β: Γαμώ τον Θεό μου…
Α: Μην βρίζεις, με
την πρώτη… Πρέπει να υπάρχει κλιμάκωση…
Β: Γαμώ τον Θεό μου…
Α: Κλιμάκωση, σε
παρακαλώ, κατάλαβέ το… Κλι-μά-κω-ση…
Β: (Ψιθυριστά) Γαμώ
το Θεό μου…
Α: Έλα ξανά… Και
έχουμε στον νου μας την κρίσιμη λέξη: κλιμάκωση… (Παίρνει
ανάσα.) Φύγανε…
Β: Δεν είναι
δυνατόν… Πώς μπορεί να φύγανε;
Α: Δεν είναι
πουθενά, φύγανε…
Β: Είσαι σίγουρος;
Α: Τους βλέπεις
πουθενά εδώ γύρω;
Β: Άρα φύγανε…
Α: Με συγχωρείς, τώρα το χάλασα εγώ… «Τους βλέπεις πουθενά εδώ
γύρω;».Το έκανα σαν εξυπνάδα…
Β: Γαμώ τον Θεό μου…
Α: Κάποιος που
έχει ξεμείνει στη μέση του ωκεανού δεν λέει εξυπνάδες…
Β: (Εκνευρισμένη.) Γαμώ
το, γαμώ τον Θεό μου…
Α: Με συγχωρείς, πάμε ξανά… Φύγανε;
Β: Μήπως να το
αφήσουμε…
Α: Μα γιατί… Αφού
το μπορούμε, το έχουμε, είναι δικό μας… Αρκεί να ξεκολλήσουμε από την αρχή…
Ύστερα θα μπούμε στο θέμα, θα τσουλήσει από μόνο του… Θα δεις…
Β: Δεν ξέρω…
Α: Ξέρω εγώ… Θα
δεις… Έλα, πάρε βαθιά ανάσα και πάμε πάλι… (Παίρνει
ανάσα – αφήνει να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα.) Φύγανε…
Β: Δεν μπορεί να
φύγανε…
Α: Δεν είναι
πουθενά…
Β: (Ανήσυχη) Μα δεν μπορεί…
Α: Είχα κρατήσει
το σημάδι… Φύγανε…
Β: Να τους
ψάξουμε…
Α: Να τους
ψάξουμε…
Β: Να φωνάξουμε… (Φωνάζει υστερικά.) ΒΟΗΘΕΙΑ…
Α: Όχι ακόμη
βοήθεια…
Β: (Ξεψυχισμένα) Βοήθεια…
Α: Όχι ακόμη
βοήθεια… Πρώτα ψάχνεις το σκάφος, δεν πιστεύεις πως σε άφησαν, μετά αρχίζεις
και βρίζεις, και μετά… μετά είναι η ώρα να φωνάζεις βοήθεια…
Β: Γαμώ τον Θεό μου…
Α: Πρέπει να μπεις
μέσα κλιμακωτά, να υπάρξει κλιμάκωση…
Β: Γαμώ την κλιμάκωσή μου…
Α: Πρέπει να μπεις
μέσα…
Β: Θέλω τσιγάρο…
Α: Δεν μπορείς να
καπνίσεις, αγάπη μου… Είμαστε στη μέση του ωκεανού…
Β: (Κομπιάζοντας) Είμαστε στη… μέση…
Α: Του ωκεανού… Το
πλοίο που μας έφερε εδώ έφυγε, και είμαστε στη μέση του ωκεανού… Προσπάθησε να
το νιώσεις… Στη μέση του ωκεανού…
Β: (Επαναλαμβάνει μηχανικά.) Στη μέση του
ωκεανού…
Α: Ναι, στη μέση του ωκεανού… Αν δεν το χωνέψεις, δεν θα
λειτουργήσεις… Το πλοίο μάς έφερε για να βγάλουμε υποβρύχιες φωτογραφίες του
βυθού, κι επειδή καθυστερήσαμε μάζεψαν τους άλλους και εμάς μάς ξέχασαν… Και
μας άφησαν… Κι έχουμε απομείνει οι δυο μας στο κέντρο του κενού… Μια απλή
ακολουθία είναι – τη χωνεύεις και σε πάει μόνη της… Σαν ποδήλατο στην κατηφόρα…
Β: (Συνεχίζει να
επαναλαμβάνει μηχανικά.) Στην κατηφόρα…
Α: Σε παρακαλώ,
μωρό μου, συγκεντρώσου…
Β: Στην κατηφόρα…
Α: Έλα και θα το
καταφέρουμε… Είναι για μας, διάολε – για τη ζωή μας…
Β: Για εμάς…
Α: Ετοιμάσου,
λοιπόν… Πάρε ανάσα και ξεκινάμε… (Παίρνει
εκείνος ανάσα.) Φύγανε….
Β: Δεν με νοιάζει
κανένας τους…
Α: (Προσπαθώντας να συγκρατηθεί.)
Φύγανε…
Β: Να πάνε να γαμηθούνε κι αυτοί και ο δόκτωρ Ζ…
Α: (Εκνευρισμένος την κόβει.) Φύγανε, αγάπη μου…
Β: (Έκπληκτη, με έντονη ειρωνεία) Γουάου… Θυμώνεις κιόλας;
Α: Φύγανε…
Β: (Συνεχίζει στον ίδιο τόνο, βάζοντας στη φωνή
της προσποιητή λαγνεία) Και τώρα που θύμωσες, θα μας τιμωρήσεις κιόλας;
Α: Σε παρακαλώ,
φύγανε…
Β: Εμείς
περιμένουμε περιδεείς τη δίκαιη τιμωρία…
Α: Σε παρακαλώ…
Β: Κείμενες στο
απόλυτο έλεός σας.
Α: Φύγανε, μωρό
μου… (Η φωνή του τσακίζει σε λυγμό.)
Β: (Με τόνο παραίτησης) Φύγανε... Φύγανε και
μας αφήσανε μόνους….
***
2.
(Ο Α κλαίει πνιχτά. Νιώθεις πως έχει πέσει στην
αγκαλιά της Β. Εκείνη συνεχίζει ξεψυχισμένα, με τόνο παραίτησης. Ενώ μιλάει, ο
λυγμός του Α κοπάζει.)
Β: Στα σίγουρα
φύγανε… Δεν φαίνονται πουθενά… Γιατί το κάνανε αυτό; Εμείς μονάχα θέλαμε μια
φωτογραφία του βυθού… Ένα κλικ από τις πέρκες με τα οχτώ μάτια… Γιατί φύγανε;
Δεν είχανε το δικαίωμα να φύγουνε…
Α: Θα γυρίσουνε…
Θα μετρήσουν, θα δουν πως λείπουμε και θα γυρίσουνε...
Β: Δεν είχαν το
δικαίωμα να φύγουνε. Πληρώσαμε εισιτήριο…
Α: Θα γυρίσουνε…
Είναι η πιο σοβαρή εταιρία υποβρυχίων καταδύσεων όλου του συμπλέγματος των
Νησιών. Κλείσαμε τα εισιτήρια από το ίντερνετ εδώ και ένα μήνα, πληρώσαμε με
την πιστωτική, έχουν τα ονόματά μας…
Β: Μια φωτογραφία
από τον βυθό με τις πέρκες…
Α: Θα γυρίσουνε…
Θα μετρήσουν τις στολές, τις εξαρτήσεις, θα δουν ότι λείπουνε δύο και θα
γυρίσουνε…
Β: Ξέρεις, οι
πέρκες εκείνες ήταν σαν όνειρο…
Α: Πρέπει να
μείνουμε στο ίδιο σημείο… Θα έρθουν να μας μαζέψουν…
Β: Κι αν δεν
έρθουν;
Α: Θα έρθουν…
Ησύχασε και θα έρθουν…
Β: Μα πώς έγινε;
Δεν αργήσαμε…
Α: Μπορεί και ν’
αργήσαμε… Κάποια στιγμή το σκέφτηκα, αλλά σε είδα που έφευγες πίσω από τα
κοράλλια και…
Β: Και τι;
Α: Και δεν θέλησα να σου το χαλάσω…
Β: Δηλαδή, εγώ
φταίω;
Α: Δεν είπα αυτό…
Β: Συνέχεια αυτό
λες… Το φωνάζεις με κάθε σου ανάσα…
Α: Σε παρακαλώ,
ηρέμησε…
Β: Όλη η ζωή μου
είναι μια σειρά λαθών που τα παρατηρείς, τα διαγραμμίζεις με το μαρκαδοράκι σου – και μετά μου λες να ηρεμήσω…
Α: Σε παρακαλώ…
Β: Ενώ το ξέρεις
πως δικιά σου ιδέα ήταν όλο αυτό… Δικιά σου και του γαμημένου
του δόκτορά σου…
Α: Μην βρίζεις…
Β: Θα βρίζω όσο
θέλω… Κάποια αρχίδια με αφήσανε στη μέση του ωκεανού
και θα βρίζω όσο θέλω…
Α: Προσπάθησε να
ηρεμήσεις… Πρέπει να κάνουμε οικονομία δυνάμεων…
Β: Ποιος σου το είπε
πως έχω ανάγκη από οικονομία δυνάμεων;
Α: Κοίταξε… Για να
μας βρούνε, πρέπει να μείνουμε σταθεροί στο ίδιο σημείο… Που σημαίνει πως
πρέπει να προσπαθήσουμε να μην κοιμηθούμε… Πρέπει να μην πιούμε θαλασσόνερο,
για να αντέξουμε τη δίψα και την αφυδάτωση… Πρέπει να βρέχουμε το κεφάλι μας,
για να μην πάθουμε ηλίαση…
Β: Ο δόκτωρ Ζόοτ σ’ τα λέει αυτά;
Α: (Εκνευρισμένος) Γιατί το κάνεις αυτό…
Β: Αυτό με το
θαλασσόνερο, πού το βρήκες; Σου στέλνει σκονάκια;
Α: Μπορείς να
σταματήσεις; Μη χαλάς κάθε προσπάθεια…
Β: Είναι ήδη
χαλασμένο… Είμαστε σ’ έναν χαλασμένο ωκεανό…
Α: Δεν υπάρχει
χαλασμένος ωκεανός…
Β: Πλοίο – περνάει
πλοίο…
Α: (Φωνάζει με όλη του τη δύναμη) ΕΔΩ… ΕΔΩ…
Β: ΒΟΗΘΕΙΑ…
Α: ΒΟΗΘΕΙΑ…
Β: ΒΟΗΘΕΙΑ…
Α: ΒΟ-Η-ΘΕΙ-Α
Β: (Περνάνε λίγα δευτερόλεπτα.) Δεν μας
είδανε…
Α: Δεν γινόταν να
μας δούνε…
Β: Έπρεπε να
έχουμε φωτοβολίδες…
Α: Πού να
σκεφτούμε τις φωτοβολίδες…
Β: Εσύ φταις…
Έπρεπε να είχες προνοήσει…
Α: Παραλογίζεσαι…
Β: Έπρεπε να σου
είχε στείλει σκονάκι ο κωλογιατρός σου…
Α: Μην το αφήσεις,
αγάπη μου…
Β: Να σου πει πως
πρέπει να έχεις φωτοβολίδες, αδιάβροχο κινητό, προφυλακτικά, υπογλώσσια για το
έμφραγμα…
Α: Είσαι αχάριστη…
Β: Μια Αγία Γραφή…
Α: Ο δόκτορ Ζόοτ είναι…
Β: Μήπως τους Ψαλμούς του Δαβίδ…
Α: (Φωνάζει.) Είναι η μόνη μας ελπίδα…
(Σταματούν κι οι δυο. Ακούγονται οι ανάσες
τους.)
Α: (Τρυφερά)
Πρέπει να κρατηθούμε μαζί… Να μην κοιμηθούμε και μας πάρει το κύμα…
Β: Κι αν γίνει αυτό, τι πιθανότητες έχουμε;
Α: Θα έρθουν σίγουρα…
Β: Δεν σε ρώτησα αυτό…
Α: Θα έρθουν σίγουρα…
Β: Κι αν μας πάρει το κύμα;
Α: Έβαλα σημάδι έναν βράχο εδώ κάτω…
Β: Νομίζω πως έχει γυριστεί μια ταινία με αυτήν ακριβώς
την υπόθεση…
Α: Για όλες τις υποθέσεις έχουνε γυριστεί ταινίες…
Β: Ο άντρας έλεγε πως είχε βάλει σημάδι έναν βράχο… Κάθε
τόσο βουτούσε να τσεκάρει… Μα στο τέλος το παραδέχτηκε πως δεν έβλεπε κανέναν
βράχο, πως δεν είχε βάλει κανένα σημάδι…
Α: Ποιον λόγο είχε να το κάνει αυτό…
Β: Για να πει πώς
έκανε κάτι…
Α: Εγώ λέω
αλήθεια… Ο βράχος υπάρχει… Βάλε τη μάσκα και πήγαινε δες τον…
Β: (Ουρλιάζει έντρομη) ΑΑΑ…
ΚΑΤΙ ΑΓΓΙΞΕ ΤΟ ΠΟΔΙ ΜΟΥ…
Α: (Έντονα ανήσυχος) Τι συμβαίνει;
Β: Κάτι με άγγιξε, σου λέω…
Α: Ησύχασε… Θα
περάσει, ησύχασε…
Β: Κάτι λείο και
ζεστό… Με άγγιξε, σου λέω…
Α: Ησύχασε, σου
λέω… Πέρασε…
Β: Θα ξανάρθει…
Α: Πέρασε, μωρό
μου, πέρασε…
Β: (Με αναφιλητά) Ήταν… Ήταν…
Α: (Εμφαντικά) Δεν ήταν τίποτε…
Β: Ήτανε λείο και
ζεστό…
Α: Μωρό μου, μωρό
μου, κοίταξέ με: (Προφέρει
μια-μια τις λέξεις) Δεν-ήταν-τίποτε…
Β: Μα…
Α: Συμβαίνει
πολλές φορές στις περιπτώσεις αυτές: νομίζεις πως τα άκρα σου αγγίζουν κάτι που
το σκέφτεσαι πολύ, που το φοβάσαι πολύ… Έχουν γραφτεί μελέτες…
Β: (Ξεψυχισμένα)
Μελέτες…
Α: Ναι, μελέτες… Ονομάζεται Σύνδρομο Αρτσιμπόλντο...
Αισθητοποιείται μια φοβία, μια έντονη επιθυμία, μια αναμονή… Κοιτάζεις έναν
μπάγκο με ψάρια και έξαφνα βλέπεις πως σχηματίζουν το πρόσωπο του πατέρα σου…
Άνθρωποι βλέπουν την Παναγία, τους αγίους και τους αγγέλους… Άνθρωποι με
κομμένα πόδια νιώθουν φαγούρα στα πέλματα…
Β: Εκείνος σου
είπε να τα λες αυτά;
Α: (Προσπαθώντας να την καθησυχάσει)
Κοίταξε, τώρα θα βάλω τη μάσκα και θα δω, για να σου φύγει η ιδέα… (Λίγες στιγμές σιωπής) Δεν υπάρχει τίποτε
εκεί κάτω…
Β: Μα το ένιωσα….
Α: Νόμισες πως το
ένιωσες… Είναι σαν τον Θεό, σου λέω…
Β: Ποτέ δεν ένιωσα
τον Θεό…
Α: Κάποτε θα τον
νιώσεις… Όλοι οι άνθρωποι νιώθουν τον Θεό, έστω για μια φορά στη ζωή τους… Έστω
για μια στιγμή… Ξέρουν πως δεν υπάρχει, αλλά τον νιώθουν…
Β: Εσύ τον έχεις
νιώσει;
Α: Προσπάθησε να
ηρεμήσεις…
Β: Γιατί δεν
απαντάς, τον έχεις νιώσει;
Α: Πλοίο… ΒΟΗΘΕΙΑ…
ΒΟΗΘΕΙΑ
Β: ΒΟΗΘΕΙΑ
Α: (Με όλην του τη
δύναμη) ΒΟΗΘΕΙΑ…
Β: Βοήθεια…
(Περνάν μερικές στιγμές…)
Α: Δεν μας είδαν…
Β: Δεν μας βλέπουνε…
Α: Ήμασταν μακριά…
Β: Είμαστε μακριά…
Α: Γαμώτο…
Β: Ποτέ δεν θα μας
δούνε…
Α: Μην λες
βλακείες… Θα γυρίσουν…
Β: Ποτέ δεν θα
γυρίσουν…
Α: Θα γυρίσουν… Θα
βρουν τα ρούχα μας και θα γυρίσουν… Τώρα θυμάμαι τι έγινε όταν βουτήξαμε… Σαν
να το βλέπω μπροστά μου…
Β: Σαν να το βλέπεις…
Α: Ναι, σαν να το βλέπω: πριν από εμάς ήταν εκείνοι οι
Γιαπωνέζοι, τα δυο ζευγάρια… Τους θυμάσαι – έτσι δεν είναι…
Β: Γιαπωνέζοι…
Α: Ναι, οι Γιαπωνέζοι… Αυτοί βούτηξαν ταυτόχρονα ανά
ζεύγη – προφανώς είχαν εκπαιδευτεί σε καταδύσεις ζεύγους… Ήταν απίστευτα
συντονισμένοι, σαν να ’ταν ένας άνθρωπος… Ένας άνθρωπος με τη σκιά του… Έτσι,
ενώ βούτηξαν στη θάλασσα τέσσερις, προφανώς ο καταγραφέας
του πλοίου είδε δύο και σημείωσε δύο… Μα όταν δυο ώρες μετά γύρισαν στο σκάφος,
ανέβηκαν ο καθένας μόνος του…
Β: Όλοι ανεβαίνουν
μόνοι τους…
Α: Έτσι έγινε… Μα ο καταγραφέας
του πλοίου αυτή τη φορά μέτρησε σωστά… Πως ανέβηκαν τέσσερις, κι έτσι του βγήκε
το νούμερο όσων βούτηξαν… Χωρίς εμάς…
Β: Αυτός φταίει… Αυτό το αρχίδι
φταίει…
Α: Η κακιά ώρα φταίει…
Β: Αυτό το βρομερό αρχίδι…
Α: Μην το επιτρέπεις στον εαυτό σου…
Β: Δεν θα μου πεις εσύ τι θα επιτρέπω στον εαυτό μου…
Α: Ήταν η κακιά ώρα…
Β: Δεν υπάρχει καμιά κακιά ώρα…
Υπάρχει ένα αρχίδι που έπρεπε να κάνει τη δουλειά του
σωστά και μας άφησε… Υπάρχει μια αρχιδοεταιρεία που
προσλαμβάνει αρχίδια που αφήνουν τους ανθρώπους στο
μέσο του ωκεανού… Υπάρχουν οι γαμημένοι Γιαπωνέζοι
που βουτούν ανά ζεύγη…
Α: Μην μιλάς έτσι…
Β: Έπρεπε να ρίξουν την ατομική βόμβα σε όλες τις πόλεις
τους…
Α: Σε παρακαλώ, μωρό μου…. Πώς μπορείς να τα λες αυτά;
Β: Εξαιτίας των Γιαπωνέζων πεθαίνω…
Α: Δεν θα πεθάνεις… Κανείς δεν θα πεθάνει…
Β: Ποιος τους είπε πως μπορούν να βουτούν ανά ζεύγη;
Ποιος τους έδωσε αυτό το δικαίωμα;
Α: Δεν φταίνε αυτοί… Έχουν το δικαίωμα να βουτούν όπως
θέλουν…
Β: Τότε κι εγώ έχω το δικαίωμα να ρίχνω βόμβες…
Α: Μην το κάνεις αυτό… Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να
ρίχνει βόμβες…
Β: Εσύ δεν έχεις το δικαίωμα να μου μιλάς για δικαιώματα…
Είσαι ο άντρας μου και όφειλες να με προστατεύσεις… Οι άντρες γαμάνε και προστατεύουν... Δεν κάνουν κήρυγμα…
Α: Σε παρακαλώ…
Β: Μην με αγγίζεις…
Α: Τα καταστρέφεις όλα…
Β: Θα καταστρέφω ό,τι θέλω… Θα
κάνω μήνυση στην εταιρεία… Αυτόν τον σκατοκαταγραφέα
θα τον βάλω εκατό χρόνια φυλακή…
Α: Μιλάμε για λάθος πράγματα…
Β: Θα τους κλείσω την εταιρεία των υποβρυχίων καταδύσεων…
Θα κλείσω το βρομοσύμπλεγμα των Νησιών τους…
Α: Σε παρακαλώ…
Β: Θα τους εκδικηθώ –
το καταλαβαίνεις;
Α: Η εκδίκηση δεν βοηθάει… Έχουμε πάρει λάθος δρόμο…
Πρέπει να μιλάμε για τους εαυτούς μας, όχι για τους άλλους…
Β: Ποιος σου το είπε αυτό;
Α: Σε παρακαλώ…
Β: (Σε κατάσταση
έξαλλη) Αυτός σου το είπε…
Α: Σταμάτα…
Β: Αυτός σου το είπε, πες το…
Α: Σταμάτα, που να πάρει…
Β: Ο Ζόοτ… Έπρεπε να το είχα
σκεφτεί νωρίτερα… Ο Ζόοτ το έχει σκεφτεί όλο αυτό…
Α: Πάψε…
Β: Ο κωλοδόκτοράς σου…
Α: ΠΑΨΕ…
Β: ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΡΧΙΔΙ ΦΤΑΙΕΙ…
Α: Βούλωσ’ το, γαμώτο μου… (Ακούγεται
κάτι σαν πάλη. Ίσως για να της κλείσει το στόμα.)
Β: (Ουρλιάζει ενώ παλεύει) ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΘΑ ΒΑΛΩ ΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ
ΒΟΜΒΑ… ΘΑ ΤΗ ΧΩΣΩ ΣΤΟΝ ΚΩΛΟ ΤΟΥ…
Α: ΣΚΑΣΕ…
Β: ΘΑ ΤΟΝ ΚΑΝΩ ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΜΑΝΙΤΑΡΙ…
(Η Β μουγκρίζει σαν
να πνίγεται. Σπαρτάρισμα ασφυξίας. Λίγες στιγμές αργότερα ακούγεται η
βεβιασμένη εισπνοή της. Κατόπιν, βαθιές ανάσες ανθρώπου που μόλις κινδύνεψε με
πνιγμό.)
Α: (Έχοντας
καταρρεύσει.) Συγγνώμη… Συγγνώμη, αγάπη μου…
Β: (Βήχοντας)
Μη ζητάς συγγνώμη…
Α: Συγγνώμη….
Β: Μη ζητάς...
Α: Συγγνώμη…
Β: Κόψ’ το…
Α: Πρέπει να σταματήσουμε… Δεν βγάζει πουθενά… Είμαι ένα
κτήνος…
Β: Τραβήξου μακριά μου… Και πάψε να κλαίγεσαι… Έκανες
αυτό που ένιωσες…
Α: Είμαι ένα …
Β: Κόψ’ το, λέμε…
Α: Πρέπει να σταματήσουμε…
Β: Δεν μπορούμε πια να σταματήσουμε… Είμαστε μόνοι…
Α: Πρέπει να…
Β: Είμαστε μόνοι στη μέση του ωκεανού…
***
3.
(Μένουν για μισό
λεπτό σιωπηλοί, ίσως και περισσότερο. Οι θεατές υποθέτουν πως κολυμπούνε.)
Α: Πού πας; Μην απομακρύνεσαι… (Η Β δεν απαντάει.) Σε παρακαλώ, μην απομακρύνεσαι…
Β: Θέλω να κατουρήσω…
Α: Να κατουρήσεις εδώ…
Β: Τι σημασία έχει… Έτσι κι αλλιώς δεν θα γυρίσουν…
Α: Θα γυρίσουν… Δεν μπορεί να μην γυρίσουν…
Β: Θέλω να πάω δέκα μέτρα πιο πέρα, να κατουρήσω σαν άνθρωπος…
Α: Εγώ πριν κατούρησα εδώ…
Β: Είσαι ένα σίχαμα… Πότε κατούρησες;
Α: Όταν μιλούσαμε για το Σύνδρομο Αρτσιμπόλντο…
Β: Είσαι ένα σίχαμα…
Α: Ήτανε φυσική
ανάγκη…
Β: Κι η βόμβα στους Γιαπωνέζους ήτανε φυσική ανάγκη….
Α: Ας κρατηθούμε μαζί…
Β: Σε παρακαλώ,
μην με ζυγώνεις…
Α: Σε παρακαλώ… Κατάλαβέ το…
Ήτανε φυσική ανάγκη… Δεν έχει τίποτε κακό το κάτουρο…
Μάλιστα, θα έπρεπε να είχαμε ένα μπουκάλι, να κατουρούσαμε
μέσα σε αυτό και να πίναμε το κάτουρό μας…
Β: Πού το έμαθες αυτό;
Α: Το είδα σε μια ταινία…
Β: Αυτό είναι, το παραδέχτηκες… Έχεις δει την ταινία…
Α: Ποια ταινία;
Β: Εσύ το είπες… Την έχεις δει την ταινία…
Α: Δεν καταλαβαίνω ποια ταινία εννοείς…
Β: Αυτήν την ταινία με τους δύο που ξέμειναν στη θάλασσα…
Α: Δεν ξέρω καμιά τέτοια ταινία…
Β: Την έχεις δει και ξέρεις και το τέλος…
Α: Είδα μια ταινία με μια ομάδα ορειβατών που είναι
παγιδευμένοι σε ένα καταφύγιο…
Β: Λες ψέματα…
Α: Ποιον λόγο είχα να πω
ψέματα…
Β: Γιατί νομίζεις πως θα επιζήσεις…
Α: Κι οι δυο θα επιζήσουμε…
Β: Δεν θέλεις να το παραδεχτείς…
Α: Θα γυρίσουν… Το ξέρω πως θα γυρίσουν…
Β: Νομίζω πως μας πήρε το ρεύμα…
Α: Δεν μας πήρε το
ρεύμα… Θα βρουν τις τσάντες μας και θα γυρίσουν…
Β: Νομίζω πως η
ταινία είχε γίνει από αληθινή ιστορία…
Α: Όλες οι ταινίες
είναι καμωμένες από αληθινές ιστορίες…
Β: Πρέπει να
κολυμπήσουμε…
Α: Να πάμε πού;
Β: Να πάμε κάπου…
Να κάνουμε κάτι…
Α: Πρέπει να περιμένουμε…
Β: Αυτό είναι απάνθρωπο…
Α: Αυτό είναι το μόνο ανθρώπινο… Οι άνθρωποι γίναμε
άνθρωποι επειδή μπορούμε να περιμένουμε….
Β: Δεν αντέχω να περιμένω… Δεν αντέχω την ανθρωπιά σου…
Α: Πρέπει να την αντέξεις…
Β: Θέλω να κολυμπήσω…
Α: Αυτό δεν θα βγάλει πουθενά… Πρέπει να κρατηθούμε
πνευματικά μέχρι να έρθουνε… Πρέπει να
μιλάμε…
Β: Να μιλάμε για
τι…
Α: Για εμάς, που
πρέπει να αντέξουμε την αναμονή…
Β: Γιατί «πρέπει»;
Α: Γιατί είναι μια
ανθρώπινη λύση… Ξέρω πως σε δυσκολεύει… Είναι δύσκολο πράγμα η ανθρωπότητα…
Β: Δεν θέλω να
γίνω καμία ανθρωπότητα…
Α: Μα ήδη είσαι….
Θέλεις δεν θέλεις, είσαι…
Β: Είμαι μια μόνη
γυναίκα που θέλησε να δει τις πέρκες με τα οχτώ μάτια… Την ανθρωπότητα την έχω χεσμένη…
Α: Δεν είσαι μόνη…
Δεν πρέπει να μείνεις μόνη…
Β: Και τώρα είμαι
μόνη…
Α: Τώρα είσαι με
μένα… Τώρα πρέπει να μείνεις με μένα…
Β: Ο ήλιος γέρνει…
Α: Λυπάμαι που θα
σ’ το πω, μα ο ήλιος έχει δύσει από ώρα…
Β: Πέφτει η νύχτα…
Α: Η νύχτα έχει
πέσει από ώρα.
Β: Μα πώς είναι
δυνατόν να μην το κατάλαβα…
Α: Συμβαίνει αυτό
στον ωκεανό…
Β: Τι θα πει
«συμβαίνει»;
Α: Απλώς
συμβαίνει… Το δέχεσαι και πας παρακάτω…
Β: Κι αφού έχει
πέσει η νύχτα, πού ξέρεις πως δεν μας πήρε το ρεύμα…
Α: Έχεις δίκιο,
τώρα πια δεν το ξέρω.
Β: Και τι θα
κάνουμε…
Α: Θα περιμένουμε…
Πρέπει να περιμένουμε μέχρι το ξημέρωμα…
Β: Και τι θα γίνει
το ξημέρωμα…
Α: Θα έρθουν να
μας πάρουν….
Β: Αυτό γίνεται
στην ταινία;
Α: Δεν ξέρω τι
έχει γίνει στην ταινία…
Β: Λες ψέματα….
Α: Δεν λέω ποτέ
ψέματα…
Β: Λες ψέματα… Και
την ταινία την έχεις δει…
Α: Δεν την έχω
δει…
Β: Και σημάδι δεν υπήρχε ποτέ…
Α: Φυσικά και
υπήρξε…
Β: Και οι
Γιαπωνέζοι μπροστά μας ποτέ δεν βούτηξαν ανά ζεύγη…
Α: Τι εννοείς;
Β: Δεν υπήρχαν
μπροστά μας Γιαπωνέζοι…
Α: Τρελάθηκες;
Β: Το έχεις
φτιάξει εσύ όλο αυτό…
Α: Τρελαίνεσαι…
Παθαίνεις αφυδάτωση και τρελαίνεσαι…
Β: Εσύ τους είπες
να φύγουν… Τους πλήρωσες…
Α: Ήπιες
θαλασσόνερο… Σου είχα πει να μην πιεις, αλλά εσύ ήπιες…
Β: Το έστησες όλο
αυτό…
Α: Ποιον λόγο είχα…
Β: Ήταν το σχέδιό
σου, το μεγάλο σχέδιο της ζωής σου…
Α: (Φωνάζει.) Ποιον λόγο είχα;
Β: Ήταν όλη σου η
ζωή… Το κόλπο-γκρόσο της ζωής σου…
Α: Πρέπει να
κρατηθείς ως το ξημέρωμα…
Β: Πόσα τους
πλήρωσες; Αν τους πιάσουν, παίζουν το κεφάλι τους…
Α: Πλήρωσα για να
πεθάνω;
Β: Ναι, πλήρωσες για
να στηθεί το σκηνικό του θριάμβου σου… Πάντοτε ήθελες να κατισχύεις πνευματικά,
να σέρνονται όλοι πίσω από το ολόλαμπρο μυαλό σου…
Α: Τι λες τώρα…
Β: Πάντοτε ήθελες
να γαμάς με το μυαλό σου το μυαλό των άλλων… Ο μέγας καθηγητής που συντρίβει τα μυαλά των φοιτητών του.
Που τους κάνει χυλό, νεκροζώντανα ζόμπι…
Με την ήρεμη φωνή του, τα απαίσια φωτεινά του επιχειρήματα, τη γαμημένη του απόσταση…
Α: Μάλιστα….
Β: Εσύ δεν το έγραψες: Η διδασκαλία είναι ένας αγώνας για τη μέχρι θανάτου επικράτηση. Στο
τέλος κάθε διδασκαλικής σχέσης βρίσκεται μόνον ο θάνατος – είτε ο χαμός του
μαθητή είτε η δολοφονία του δασκάλου…
Α: Πέφτεις πολύ χαμηλά…
Β: Στη σχέση δασκάλου
και μαθητή, το μόνο νοσηρό είναι το αίτημα για συνύπαρξη…
Α: Το βάζεις ξεκομμένο από τα συμφραζόμενα…
Β: Η μόνη αληθινή
διδαχή είναι ο φόνος.
Α: Πολύ χαμηλά, σου λέω…
Β: Κανένας αληθινός
δάσκαλος δεν χρειάζεται ούτε έναν μαθητή – χρειάζεται μόνον όργανα…
Α: Τόσο πολύ με μισείς, λοιπόν…
Β: … Έτοιμα να ριχτούν
στον μεγάλο θάνατο της γνώσης…
Α: Ώστε έτσι, λοιπόν.
Β: Έτσι… Αυτός
είσαι… Κάθε φορά που αυτοκτονούσε ένας φοιτητής σου, τάχα συντριβόσουν,
πήγαινες στην κηδεία, γεμάτος αγάπη για τον αυτοκτόνο – μα στην ουσία το
θεωρούσες ένα ακόμη παράσημο… Αποδελτίωνες τις εφημερίδες με την είδηση της
αυτοκτονίας και την έβαζες στο ειδικό ντοσιέ…
Α: Είσαι μια
παρανοϊκή…
Β: Σαν τους
πιλότους του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου… Που βάζαν
χαρακιές για κάθε αεροπλάνο που κατέρριπταν…
Α: Πες κι άλλα,
λοιπόν… Πήγαινέ το μέχρι το τέλος…
Β: Σου αρέσει να καταρρίπτεις…
Α: Δεν έβλαψα ποτέ
κανέναν…
Β: Ο «Αντιφιλόσοφος», ο «Αντιπροφήτης»,
ο «Αντιδάσκαλος».
Α: Γιατί δεν τα
έλεγες αυτά τόσον καιρό…
Β: Μόνο μία ανθρώπινη συνθήκη ευσταθεί:
Οι άνθρωποι ψάχνουμε για θύματα.
Α: Ωραία, λοιπόν.
Β: Ο δάσκαλος είναι ένας σήριαλ κίλερ.
Απάγει το θύμα, το κλείνει σε ένα σκοτεινό υπόγειο, το ταΐζει για να το παχύνει
και μετά το τρώει.
Α: Μιλάς σαν
άσχετη… Σαν να μην είσαι σε θέση να καταλάβεις…
Β: Εσύ δεν τα
γράφεις αυτά; Εσύ δεν τα διδάσκεις, εσύ δεν δίνεις συνεντεύξεις; Εσύ δεν γαμάς όλον τον κόσμο;
Α: Ποτέ δεν
φανταζόμουν πως θα μπορούσες να ζηλεύεις… Ειδικά εσύ…
Β: Ειδικά εγώ,
είμαι ο μόνος άνθρωπος που δεν γαμάς…
Α: Άργησες να το
πεις… Το περίμενα νωρίτερα…
Β: Ναι, είμαι ο
μόνος άνθρωπος που δεν γαμάς….
Α: Προφανώς γι’
αυτό και σε έφερα εδώ… Βολεύει να κάνω μια αρχή…
Β: Εσένα κάθε
ανωμαλία σε βολεύει…
Α: Και τους
πλήρωσα για να μας ξεχάσουν… Έτσι δεν
είναι;
Β: Έτσι ακριβώς…
Α: Για να σε
παχύνω και να σε φάω…
Β: Ναι, για αυτό…
Α: Μάλιστα… Και
τον βυθό με τις πέρκες εγώ τον διάλεξα;
Β: Τον βυθό με τις
πέρκες;
Α: Ναι, τον βυθό
με τις πέρκες… Εγώ τον διάλεξα; Εγώ θέλησα να δω τις πέρκες με τα οχτώ μάτια;
Εγώ έψαξα στο ίντερνετ την ιστορία ετούτου του βυθού και των ψαριών του; Γιατί δεν μιλάς;
Β: (Ξεψυχισμένα) Τον βυθό με τις πέτρες τον
διάλεξα εγώ…
Α: Μα φυσικά μπήκα
στο μυαλό σου και σ’ το υπέβαλα εγώ…
Β: (Προβληματισμένη) Προφανώς αυτό έκανες…
Δεν ξέρω... Μπορούσες να το προβλέψεις…
Α: Έχεις δίκιο…
Μπορούσα να προβλέψω πως εσύ θα χτυπήσεις στο google «πέρκες με οχτώ μάτια»…
Β: Θα μπορούσες…
Θα μπορούσες … να το μαντέψεις…
Α: Κι ύστερα, όταν
θα κατεβαίναμε στον βυθό, το ήξερα πως θα σου ερχόταν να καθυστερήσουμε; Κι αυτό
το είχα προβλέψει; Πως εγώ θα σου έδειχνα πως είναι η ώρα να φύγουμε κι εσύ θα
μου έκανες νόημα να μείνουμε λίγο ακόμη;
Β: Δεν ξέρω…
Α: Ξέρεις… Όλα εγώ
τα έστησα, γιατί δεν μπορώ να γαμήσω…
Β: Μην το
συνεχίζεις… Δεν βγάζει πουθενά αυτό…
Α: Τι ανάγκη έχω…
Αφού όλα είναι κομμάτι του σχεδίου μου…
Β: Θέλω να κατουρήσω...
Α: Πήγαινε πιο
πέρα και κατούρα… Σαν άνθρωπος…
Β: Φοβάμαι μην
χαθώ μέσα στο σκοτάδι…
Α: Κατούρα εδώ τότε…
Β: Δεν με
σιχαίνεσαι;
Α: Όχι, δεν σε
σιχαίνομαι…
Β: Ίσως να ήμουν
άδικη μαζί σου…
Α: Ίσως να ήσουν…
Β: Αγκάλιασέ με…
Α: Δεν γίνεται…
Β: Αγκάλιασέ με, σου λέω…
Α: Δεν γίνεται
έτσι…
Β: Θα ήθελα να
μπορώ να δω το πρόσωπό σου… Όλο αυτό το σκοτάδι με τρελαίνει…
Α: Δεν έχω κάποια λύση
στο πρόβλημά σου…
Β: Νιώθω πως έχω
ξεχάσει το πρόσωπό σου… Θέλω να το θυμηθώ…
Α: Δεν γίνεται να
έχεις ξεχάσει το πρόσωπό μου…
Β: Δεν είμαι
σίγουρη…
Α: Απλώς δεν είσαι σίγουρη… Συμβαίνει αυτό στον ωκεανό…
Β: Μέσα στη νύχτα…
Μέσα στη νύχτα συμβαίνει αυτό…
***
4.
Α: Έστω… Δεν είσαι
σίγουρη μέσα στη νύχτα…
Β: Θέλω να πιάσω το πρόσωπό σου… Θέλω να βεβαιωθώ πως
είσαι εσύ…
Α: Εγώ είμαι…
Β: Και πού το ξέρω
εγώ…
Α: Θα το ήξερες αν
μου έχεις εμπιστοσύνη…
Β: Μπορώ να σε αγγίξω;
Σε παρακαλώ…
Α: Μπορείς…
Β: Ναι, εσύ είσαι…
Α: Σ’ το είχα πει…
Β: Εσύ, θέλεις να
πιάσεις το πρόσωπό μου;
Α: Εγώ δεν έχω
αμφιβολίες…
Β: Ναι, ξέρω…
Α: Είμαι σίγουρος
πως είσαι εσύ…
Β: Πάντοτε ήσουν
σίγουρος…
Α: Ναι, πάντοτε ήμουν
σίγουρος…
Β: Εγώ όμως δεν
είμαι…
Α: Τι δεν είσαι;
Β: Σίγουρη.. .
Α: Για ποιο
πράγμα;
Β: Πως είμαι εγώ…
Α: (Με συγκατάβαση) Ησύχασε, εσύ είσαι…
Β: Δεν
αστειεύομαι…
Α: Και τι θέλεις
να κάνω εγώ…
Β: Θέλω να
ψηλαφήσεις το πρόσωπό μου…
Α: Ορίστε,
λοιπόν... Ησύχασες;
Β: Και τι έπιασες,
λοιπόν;
Α: Εσύ είσαι…
Β: Και πού το
ξέρεις; Ποτέ δεν με έχεις ξαναψηλαφήσει στο πρόσωπο…
Α: Ξέρω το σχήμα
του προσώπου σου…
Β: Πότε το
πρόσεξες;
Α: Από την πρώτη στιγμή…
Πάντοτε προσέχω το σχήμα του προσώπου ενός ανθρώπου… Μπορώ να θυμάμαι τα
σχήματα χιλιάδων προσώπων…
Β: Τι το ιδιαίτερο
έχει το σχήμα ενός προσώπου;
Α: Το σχήμα του
προσώπου είναι η ύπαρξη…
Β: Εγώ ποτέ δεν
πρόσεξα το σχήμα του προσώπου σου…
Α: Δεν πειράζει…
Β: Πειράζει… Είμαι
ζωγράφος και ποτέ δεν πρόσεξα το σχήμα του προσώπου σου…
Α: Μα δεν ζωγραφίζεις πρόσωπα…
Β: Δεν έχει καμία σημασία… Έπρεπε να σε έχω δει καλύτερα…
Α: Πολλά πράγματα τα κάνουμε λάθος…
Β: Νομίζω πως δεν σε κατάλαβα ποτέ…
Α: Αυτό είναι
υπερβολή… Με καταλαβαίνεις ως ένα σημείο…
Β: Ως ένα σημείο…
Α: Καταλαβαίνουμε
τους άλλους ως ένα σημείο…
Β: Εγώ θέλω να σε
καταλάβω εντελώς…
Α: Αυτό είναι μια
απάτη… Κανένας ποτέ δεν καταλαβαίνει τον άλλον εντελώς…
Β: Πληγώθηκες
πριν…
Α: Για ποιο
πράγμα…
Β: Που είπα πως
δεν μου κάνεις έρωτα…
Α: Είπες πως δεν
σε γαμάω…
Β: Αυτό είπα… Σου
ζητώ συγγνώμη…
Α: Ωστόσο, αυτό
συμβαίνει…
Β: Δεν συμβαίνει
αυτό…
Α: Αυτό
συμβαίνει…. Αυτό ακριβώς…
Β: Σε πλήγωσα, λοιπόν…
Α: Δεν με πλήγωσες
εσύ… Αυτό που συμβαίνει με πληγώνει…
Β: Μπορούμε να το
συζητήσουμε…
Α: Το συζητούμε
εδώ και δεκαπέντε χρόνια…
Β: Ήσουν
ειλικρινής από την πρώτη στιγμή…
Α: Θαρρείς να
μπορούσα να σου κρυφτώ…
Β: Ποτέ δεν κρύφτηκες,
ποτέ δεν υποκρίθηκες, ποτέ δεν έριξες το φταίξιμο σε άλλον…
Α: Δεν μπορούσα…
Β: Μπορούσες να με
συντρίψεις… Να με λιώσεις, σαν κουνούπι στον τοίχο…
Α: Μα πώς; Αφού
εγώ είχα το πρόβλημα…
Β: Εσύ ήσουν η ιδιοφυΐα… Μπορούσες να το τσουλήσεις πάνω μου… Όλα μπορείς
να τα τσουλήσεις εσύ…
Α: Με υπερεκτιμάς…
Β: Θυμάμαι, από
την πρώτη στιγμή που με πρόσεξες, είχα την αίσθηση πως με έβαλες στοίχημα…
Α: Δεν βάζω ποτέ
στοιχήματα…
Β: Εσύ ήσουν ο
ανερχόμενος αντιφιλόσοφος, ο επερχόμενος τυφώνας της
διανόησης, αυτός που στο πέρασμά του δεν θα άφηνε τίποτε όρθιο… Κι εγώ ήμουν
ένα τίποτε…
Α: (Με διαμαρτυρία) Ήσουν η σημαντικότερη
ζωγράφος της γενιάς σου…
Β: Ένα τίποτε
ήμουν…
Α: Αν συνεχίσεις
αυτό το βιολί, θα σταματήσω…
Β: Ένα τίποτε… Εσύ
με έκανες «σημαντική ζωγράφο…». Οι δικοί σου γνωστοί γράψανε κριτικές για τους
πίνακές μου… Σύντομα κυκλοφόρησε πως ήταν πανεύκολο: όποιος ήθελε να σε
γλείψει, αρκούσε να κάνει κάτι για μένα… Μια κριτική, μια έκθεση, μια πρόταση
για συνεργασία…
Α: Λες αηδίες… Η
ζωγραφική σου αξίζει πέρα από μένα…
Β: Όποιος σου
ζητούσε συνέντευξη, έπρεπε πρώτα να κάνει κάτι για μένα… Μια αντίστοιχη
συνέντευξη, ένα θέμα για τους πίνακές μου, μια αναφορά στο τόσο «πρωτοποριακό»
έργο μου… Όποιος σε ζύγωνε μέσω εμού, δεν έβγαινε
ποτέ χαμένος…
Α: Πάντοτε σε
θαύμαζα… Θα το έκανα κι αν δεν ήμασταν μαζί…
Β: Πάντοτε με
συμπονούσες… Με διάλεξες γιατί ήθελες κάποια να τη συμπονέσεις…
Και μετά να τη δημιουργήσεις, να τη γεννήσεις μέσα από το κεφάλι σου…
Α: Δεν σου έλειπε
τίποτε… Αν δεν συναντιόμασταν, μπορούσες να είσαι με οποιονδήποτε άλλον…
Β: Αν δεν
συναντιόμασταν, δεν θα ήμουν τίποτε...
Α: Ακούω έναν ήχο…
Τον ακούς;
Β: Τον ακούω…
Α: Είναι πλοίο…
ΒΟΗΘΕΙΑ, ΒΟΗΘΕΙΑ
Β: ΒΟΗΘΕΙΑ...
ΒΟΗΘΕΙΑ…
Α: ΒΟΗΘΕΙΑ…
Β: ΒΟ-Η-ΘΕΙ-Α…
Α: Δεν ήταν πλοίο…
Μας φάνηκε πως ήταν πλοίο…
Β: Δεν μπορεί…
ΒΟΗΘΕΙΑ…
Α: Αν ήταν πλοίο,
θα είχε αναμμένα φώτα…
Β: Μπορεί να μην
τα είδαμε… Μπορεί να έχουμε τυφλωθεί εδώ πέρα…
Α: Δεν έχουμε
τυφλωθεί… Απλώς ζούμε μια νύχτα στην καρδιά της άγριας φύσης… Της πιο άγριας
φύσης που υπάρχει…
Β: Διψάω…
Α: Κι εγώ… Πρέπει
να προσπαθήσεις να μην πιεις αλατόνερο…
Β: Θα ήθελα λίγο
νερό…
Α: Δεν υπάρχει
νερό… Δεν μπορώ να κάνω τίποτε για αυτό…
Β: Θυμάμαι σαν
τώρα τη μέρα που σε πρωτοάκουσα να μιλάς…
Α: Κι εγώ τη
θυμάμαι…
Β: Με είχε σύρει η
παρέα μου… Θα ακούγαμε το μεγάλο αστέρι του Πανεπιστημίου…
Α: Κι ήρθες
φορώντας εκείνη τη γαλάζια μπαντάνα στα μαλλιά…
Β: Μιλούσες για τη
Μήδεια…
Α: Κάθισες οκλαδόν στο περβάζι του παραθύρου… Ήσουν τόσο μικρόσωμη,
σαν μια μινιατούρα…
Β: Όταν άρχισες να
μιλάς, σώπασαν όλοι… Έλεγες για τη Μήδεια πως είναι η
πρώτη γυναίκα της ιστορίας, πως διεκδικεί τον εαυτό της ως πλήρη οντότητα και
όχι ως παραπληρωματική ύπαρξη.
Α: Δεν ήταν και
τόσο πρωτότυπα όλα αυτά…
Β: Πως ο φόνος
είναι το μόνο άξιο τέλος της αγάπης…
Α: Τα είχαν πει
πολλοί αυτά…
Β: Κι έλεγες πως η
Μήδεια είναι η Παναγία του ερχόμενου καιρού. Η Ευλογημένη Παναχρεία…
Α: Έπεφτε ο
απογευματινός ήλιος στα μαλλιά σου… Είχες κοτσιδάκια με μπλε χάντρες…
Β: Όλο το
αμφιθέατρο σ’ άκουγε ζαλισμένο…
Α: Κοιτούσα έξω
από το παράθυρο ψάχνοντας για ένα μαυριτανικό κάστρο…
Β: Θυμάσαι πώς
τέλειωσες;
Α: Ave Medea, gratia plena…
B: Κι αμέσως μετά:
τη Υπερμάχω Μηδεία τα
νικητήρια…
Α: Η σάρκα σου
χαμογελούσε… Πρώτη φορά έβλεπα χαμογελαστή σάρκα…
Β: Το αμφιθέατρο
έπεσε από τα χειροκροτήματα…
Α: Κι είπα να μια υακίνθινη κοπέλα…
Β: Θυμάμαι μετά
που δεχόσουν ερωτήσεις… Είχες βάλει όριο: σε κάθε μάθημα μόνον εφτά ερωτήσεις…
Διάλεγες εσύ από ένα δάσος χέρια…
Α: Ευχόμουν να
σηκώσεις το χέρι…
Β: Σήκωσα στην
έβδομη ερώτηση, μαζί με άλλους εκατό…
Α: «Η κυρία στο
περβάζι του παραθύρου…»
Β: Ήμουνα σίγουρη
πως θα διαλέξεις εμένα… Σε ρώτησα τι απογίνεται η Μήδεια μετά τον φόνο…
Α: Σε είχα ήδη
ερωτευτεί…
Β: Η Μήδεια
γυρίζει στον βυθό της… Έτσι απάντησες…
Α: Κατόπιν
περίμενα να αδειάσει το αμφιθέατρο…
Β: Μου πρότεινες
να πάμε στη συναυλία των Waterdeath…
A: Αρνήθηκες…
Β: Θα ήταν πολύ
εύκολο για σένα…
Α: Μου
αντιπρότεινες να έρθω στη Latin βραδιά του Τμήματος Καλών Τεχνών
δυο μέρες αργότερα…
Β: «Αν τα
καταφέρω, θα περάσω», απάντησες ζεματισμένος…
Α: Ήσουν από τις
διοργανώτριες… Θα τραγουδούσες κιόλας…
Β: Ήρθες με δυο
ώρες καθυστέρηση… Χρόνια αργότερα μου είπες πως εκείνο το βράδυ συζητούσες κάτι
που δεν μπορούσε να διακοπεί…
A: Μόλις με είδες, πήρες το μικρόφωνο και τραγούδησες: La ultima noche que pasé contigo…
Β: Είχα πιει…
Α: Τραγούδησες
υπέροχα…
Β: Μου είπες πως
τραγουδούσα σαν υακίνθινη κοπέλα…
Α: Κι έπειτα σου
είπα πως θα σε φιλήσω.
Β: (Σαν να αλλάζει απότομα η διάθεσή της.
Προφανώς τον σπρώχνει) Άσε με… Άσε με, σου λέω… Δεν είναι φυσιολογικό αυτό…
Α: Ποιο;
Β: Θυμόμαστε
ακριβώς τα ίδια… Κάτι δεν πάει καλά…
Α: Μα αφού…
Β: Είναι ένα
στημένο θέατρο…
Α: Πώς είναι
δυνατόν αυτό;
Β: Είναι λάθος… Είναι λάθος, σου λέω…
Α: Ηρέμησε…
Β: Μόνο αυτό μου
λες…
Α: Τι άλλο να πω;
Β: Δεν γίνεται να θυμόμαστε ακριβώς τα ίδια…
Α: Φυσικά και
γίνεται…
Β: (Όλο και πιο θυμωμένη) Ποτέ δυο άνθρωποι
δεν θυμούνται ακριβώς τα ίδια γεγονότα…
Α: Λες ό,τι να ’ναι…
Β : Το αρχίδι ο Ζόοτ σε συμβούλεψε να συμφωνήσεις…
Α: Σε παρακαλώ…
Β: (Σε έξαλλη
κατάσταση) ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΡΧΙΔΙ ΦΤΑΙΕΙ…
Α: Πόσο άδικη μπορείς να γίνεις…
Β: Αυτός σε έβαλε να συμφωνείς μαζί μου…
Α: Πρέπει να κρατηθούμε…
Β: Αυτό το αρχίδι σου φταίει…
Α: Εγώ φταίω…
Β: Το αρχίδι σου φταίει…
Α: Εγώ φταίω... Που δεν σε γαμάω…
Β: Μην μιλάς έτσι…
Α: Εσύ το λες αυτό;
Β: Ναι, είναι χυδαίο να μιλάς εσύ έτσι…
Α: Ενώ εσύ μπορείς να λες ό,τι
θέλεις…
Β: Εγώ είμαι άλλο…
Α: Αφού το ξέρεις πως αυτό φταίει για όλα…
Β: Νομίζω πως ακούω ένα πλοίο…
Α: Δεν ακούω τίποτε…
Β: Μα δεν χάνουμε τίποτε να φωνάξουμε…
Α: Χάνουμε… Πάντοτε χάνουμε κάτι…
Β: Μα το ακούω, πλησιάζει…
Α: Δεν ακούς τίποτε… Δεν υπάρχουν πλοία μέσα στη νύχτα…
***
5.
Β: Και τι θα κάνουμε;
Α: Θα περιμένουμε…
Β: Τι θα
περιμένουμε;
Α: Θα περιμένουμε… Δεν ξέρω τι ακριβώς, αλλά θα
περιμένουμε…
Β: Να το… Πιάστηκες… Πριν είπες πως θα περιμένουμε να
ξημερώσει…
Α: Δεν θυμάμαι να είπα κάτι τέτοιο…
Β: Στ’ αλήθεια είσαι βέβαιος πως θα ξημερώσει; Είσαι
βέβαιος πως υπάρχει ξημέρωμα;
Α: Μέχρι τώρα πάντοτε ξημέρωνε…
Β: Μου φαίνεται στημένο όλο αυτό… Σαν μια παράσταση στο
θέατρο…
Α: Δεν μπορώ να κάνω κάτι για αυτό…
Β: Θέλω να μου υποσχεθείς πως θα ξημερώσει…
Α: Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτε…
Β: Κρυώνω…
Α: Θα έπρεπε να κρυώνεις εδώ και ώρα…
Β: Και τι θα κάνουμε;
Α: Είναι στ’ αλήθεια κρύος ο ωκεανός…
Β: Και τι θα κάνουμε;
Α: Θα περιμένουμε κρυώνοντας…
Β: Θα κολυμπάω πέρα δώθε… Για να ζεσταθώ…
Α: Δεν ξέρω αν
αυτό είναι η καλύτερη λύση…
Β: Στ’ αλήθεια
αυτό θα έπρεπε να με τρομάξει…
(Η φωνή της Β
ακούγεται από διαφορετικό σημείο κάθε φορά. Προφανώς κάνει κύκλους γύρω από τον
Α.)
Α: Ποιο;
Β: Που δεν ξέρεις… Που
εσύ δεν ξέρεις…
Α: Ναι, δεν ξέρω…
Β: Προφανώς κι αυτό είναι μέσα στο σχέδιο…
Α: Δεν υπάρχει κανένα σχέδιο…
Β: Πάντοτε υπάρχει ένα σχέδιο…
Α: Αυτά τα λένε οι παπάδες…
Β: Εσύ πάντοτε λειτουργούσες βάσει σχεδίου…
Α: Δεν υπάρχει σχέδιο… Οι άνθρωποι πειραματιζόμαστε σε
έναν κόσμο δίχως σχέδιο…
Β: Να το, να το που το λες κι ο ίδιος… Πειραματιζόμαστε, εσύ το είπες…
Α: Ναι, πειραματιζόμαστε… Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει
σχέδιο…
Β: Από την αρχή το ήξερα πως ήμουν ένα πείραμα για σένα….
Α: Όλοι οι
άνθρωποι είναι ένα πείραμα για τον διπλανό τους…
Β: Το ήξερα πως
έτσι με έβλεπες…
Α: Ενώ εσύ πώς με
έβλεπες;
Β: Εγώ σε αγάπησα…
Α: Κι εγώ σε αγάπησα…
Τι μπλέκεις την αγάπη τώρα;
Β: Εγώ σε αγάπησα
χωρίς να κάνω κανένα πείραμα…
Α: Τότε γιατί
είμαστε εδώ πέρα;
Β: Τι εννοείς;
Α: Πως είτε
υποκρίνεσαι είτε προσπαθείς να ξεγελάσεις τον εαυτό σου… Άμα δεν έκανες κανένα
πείραμα, γιατί τώρα είμαστε εδώ…
Β: Γιατί μας
ξέχασαν…
Α: Γιατί δεν σε γαμάω…
Β: Σου ζήτησα
συγγνώμη… Είναι χυδαίο που το λες ξανά και ξανά…
Α: Δεν το λέω για
να σου χωθώ… Το λέω γιατί συμβαίνει…
Β: Τότε
χρησιμοποίησε μιαν άλλη λέξη…
Α: Να πω «κάνουμε έρωτα»,
αν έτσι το θέλεις… Είμαστε εδώ γιατί δεν κάνουμε έρωτα, λοιπόν…
Β: Ποτέ δεν σου το
έβαλα εγώ ως θέμα όλα αυτά τα χρόνια…
Α: Αυτό
υπογράμμιζε πόσο το έτρεμες…
Β: Πάντοτε εσύ
άνοιγες τη συζήτηση… Πάντοτε εσύ πρότεινες όσα πρότεινες…
Α: Έπρεπε να γίνω
αυτό που ήθελες…
Β: Εγώ δεν ήθελα
τίποτε…
Α: Ήθελες, και το
ξέρεις…
Β: Δεν ήθελα
τίποτε… Από κείνο το πρώτο βράδυ δεν ήθελα τίποτε…
Α: Ήθελες – άλλα το ανέχτηκες γιατί αυτό ήταν το πείραμά
σου…
Β: Ποιο πείραμα…
Α: Να δεις κατά πόσο μπορείς να αγαπήσεις έναν ανίκανο…
Β: Δεν ήταν
πείραμα… Και δεν είσαι ανίκανος…
Α: Φυσικά και
είμαι…
Β: Φυσικά και δεν
είσαι… Μπορείς να κάνεις έρωτα… Έχεις και στύση και εκσπερμάτωση… Αυνανίζεσαι δύο
φορές τη μέρα… Άρα, την ικανότητα την έχεις… Την είχες και την έχεις… Το
πρόβλημά σου είναι στη διείσδυση…
Α: Το πρόβλημά μου
είναι…
Β: Πως δεν
αντέχεις να μπεις μέσα στον άλλο… Φοβάσαι μην τον τραυματίσεις…
Α: Αυτό στην πράξη
είναι ανικανότητα…
Β: Αυτό είναι μια
απόφαση… Δεν την κρίνω – αλλά είναι μια απόφαση…
Α: Αυτή είναι η
ζωή μου… Η πραγματικότητά μου…
Β: Είναι μια
απόφαση…
Α: Είναι μια
πραγματικότητα…
Β: Πάλι καλά που
δεν την ονομάζεις κι αρρώστια…
Α: Ίσως να είναι
και αρρώστια…
Β: Ποτέ δεν
καταδέχτηκες να το δεις σαν αρρώστια… Είναι μια απόφαση… Σκέφτηκες κάτι και το
αποφάσισες…
Α: Είδα κάτι που
υπήρχε…
Β: Αποφάσισες πως
κάτι υπάρχει…
Α: Είδα κάτι μέσα
μου…
Β: Και αποφάσισες
πως υπάρχει…
Α: Κι αυτή τη νύχτα
εμείς την αποφασίσαμε… Κάτι είδαμε και αποφασίσαμε πως είναι νύχτα…
Β: Εμείς;
Α: Κι αυτόν τον
ωκεανό πάλι εμείς τον αποφασίζουμε…
Β: Μήπως και τους
Γιαπωνέζους που βουτούν ανά ζεύγη;
Α: Και τον βυθό…
Και τις πέρκες με τα οχτώ μάτια…
Β: Προσπαθείς να
ξεγλιστρήσεις με θεωρίες…
Α: Δεν είναι
θεωρίες… Ξέρεις πως εμείς αποφασίζουμε τι είναι ωκεανός και τι δεν είναι…
Β: Πάντως, μου το
ανακοίνωσες από εκείνο το πρώτο βράδυ… Ούτε καν πήγες να προσπαθήσεις… Ούτε καν
έκανες μια συζήτηση…
Α: Δεν είχα τίποτε
να συζητήσω… Ήταν μια δική μου αναπηρία, που έπρεπε να την ξέρεις…
Β: Ονομάζεις
αναπηρία μια εμμονή…
Α: Ονομάζω αυτό
που ζω, έτσι όπως το ζω…
Β: Κι επί
δεκαπέντε χρόνια αρνήθηκες κάθε ερωτικό παιχνίδι δίχως
διείσδυση… Υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε… Να το κάνω
με το στόμα μου, να σε μαλακίζω, να αυνανιζόμαστε
μαζί… Έστω να με γλείφεις εσύ ή να με μαλακίζεις…
Α: Κι έκανα πολύ
καλά… Δεν υπάρχει σεξ δίχως διείσδυση… Οι άνθρωποι γαμιούνται
για να πεθάνουν ο ένας μέσα στον άλλον… Οτιδήποτε άλλο είναι απάνθρωπο…
Β: Απάνθρωπο;
Α: Ναι, απάνθρωπο…
Β: Εγώ νόμιζα πως
οι άνθρωποι γαμιούνται για να ευχαριστηθούν…
Α: Για να
ευχαριστηθείς, κάνεις μασάζ…
Β: Ή πως κάνουν έρωτα για να κάνουν παιδιά…
Α: Τα παιδιά γίνονται και με εξωσωματικές…
Β: Δεν είναι έτσι…
Α: Έτσι είναι… Ή
τουλάχιστον το βλέπω εγώ…
Β: Κι εγώ το
δέχτηκα…
Α: Δεν μπορούσε να
γίνει διαφορετικά… Ήταν κάτι που το ζούσα – δεν μπορούσαμε να το
διαπραγματευτούμε συζητώντας…
Β: Επί δεκαπέντε
χρόνια ξέρω πως μαλακίζεσαι δυο φορές τη μέρα μπροστά
στην οθόνη του υπολογιστή – και δεν μου επιτρέπεις καν να είμαι στο δωμάτιο…
Α: Σε πίεσα από
την πρώτη στιγμή να έχεις πλήρη σεξουαλική ζωή με άλλους συντρόφους… Όσους
θέλεις, όποτε θέλεις, όπως θέλεις… Κι ούτε στιγμή δεν το πήρα πίσω…
Β: Ξέρεις πως δεν
έκανα τίποτε, με κανέναν…
Α: Το ξέρω… Ωστόσο
σου δόθηκαν αμέτρητες δυνατότητες… Σου έχουν ριχτεί κυριολεκτικά εκατοντάδες,
σε έχουν ερωτευτεί δεκάδες…
Β: Ιδίως όταν
δήλωσες σε κείνην τη συνέντευξή σου πως δεν κάνεις έρωτα, αφηνίασαν…
Α: Το έκανα για να μην σου ακυρώνω τις ευκαιρίες…
Β: Όλοι ήθελαν να γαμήσουν τη
γυναίκα μιας μεγαλοφυΐας….
Α: Όλοι ήθελαν να γαμήσουν την
πιο ποθητή γυναίκα… Να χαρούν τους χυμούς σου…
Β: Θέλανε να γαμήσουν εσένα
μέσα από μένα…
Α: Δεν είναι έτσι…
Β: Μια μετριότητα ήμουν, και
το ξέρεις… Ποθητή με έκανες εσύ, η εκτυφλωτική λάμψη του μυαλού σου… Ήμουν κατά
κάποιο τρόπο το τραύμα σου, η αχίλλειος πτέρνα σου…
Α: Πάντοτε
μισούσες τον εαυτό σου…
Β: Πάντοτε ήμουν
θαμπωμένη από σένα… Δεν θα επέτρεπα κάποιος να σε αγγίξει μέσα από μένα…
Α: Τόσο φτηνή θα
ήταν η σχέση μας;
Β: Προτίμησα να
μην ξανακάνω έρωτα, παρά να μπορούν να σε αγγίξουν…
Α: Αυτό ήτανε
νοσηρό…
Β: Μιλάς εσύ για
νοσηρότητα…
Α: Ναι, μιλάω…
Β: Ακόμη και τον
δονητή όταν τον έβαζα, ένιωθα να σε προσβάλλει…
Α: Έχεις μηδενική αυτοεκτίμηση…
Β: Σε αγαπούσα
περισσότερο από όσο σε είχα ανάγκη…
Α: Έγινες θύμα για
να με κάνεις δήμιο…
Β: Σε αγαπούσα…
Α: Εν τέλει
ακούγεται νοσηρή αυτή η κουβέντα…
Β: Έτσι κι αλλιώς,
είσαι ο δήμιος όλης της ανθρωπότητας…
Α: Αυτό δεν ήταν
αγάπη… Ήταν εκδίκηση…
Β: Μην συνεχίζεις…
Αποφάσισες κάτι, αποφάσισα κάτι… Μην συνεχίζεις…
Α: Μην
απομακρύνεσαι…
Β: Γιατί, φοβάσαι
μην μας παρασύρει το ρεύμα;
Α: Δεν πρέπει να…
Β: Δεν υπάρχει
ρεύμα, αγάπη μου…
Α: Σε παρακαλώ…
Β: Και μην
φωνάζεις τζάμπα για βοήθεια… Δεν υπάρχει κανένα πλοίο…
Α: Μην παραιτείσαι…
Β: Υπάρχουμε μόνον
εμείς και ο ωκεανός… Εμείς και ο ωκεανός μέσα στη νύχτα…
***
6.
Α: Μην παραιτείσαι… Σε παρακαλώ, μην παραιτείσαι…
Β: Δεν
παραιτούμαι… Το μόνο που θέλω είναι να βαρύνω και να βουλιάξω στο βυθό μου…
Α: Έλα κοντά μου…
Β: Στον βυθό με
τις πέρκες…
Α: Στ’ αλήθεια,
έχουν οχτώ μάτια αυτές οι πέρκες;
Β: Δεν ξέρω…
Α: Νομίζω πως στην
πραγματικότητα είναι τυφλές… Και πως είναι οι πτυχώσεις στα λέπια τους που
μοιάζουν με μάτια…
Β: Πού το ξέρεις
αυτό…
Α: Το διάβασα στο
Ίντερνετ…
Β: Στ’ αλήθεια,
έχει τόσο μεγάλη σημασία;
Α: Δεν ξέρω… Το
καθετί που γνωρίζουμε, προφανώς θα έχει μια σημασία…
Β: Θέλω να βγάλω
τη στολή κατάδυσης…
Α: Θα πεθάνεις από
το κρύο…
Β: Είσαι σίγουρος
πως αυτό είναι το ερώτημα;
Α: Κανείς δεν
μπορεί να αντέξει το κρύο του ωκεανού δίχως τη στολή…
Β: Οι άνθρωποι στο
τέλος απομένουμε γυμνοί…
Α: Σε παρακαλώ,
μην τη βγάζεις…
Β: Την έβγαλα…
Α: Φόρεσέ τη ξανά…
Β: Την πέταξα…
Α: (Ανήσυχος) Πού την πέταξες…
Β: Κάπου μακριά…
Δεν θα τη βρεις… Την πήρε κιόλας το κύμα…
Α: Θα σου δώσω να
φορέσεις τη δική μου…
Β: Αν μου τη
δώσεις, θα την πετάξω κι αυτή…
Α: Πέταξέ τη άμα θέλεις… Εγώ θα σ’ τη δώσω…
Β: Θέλεις να μου
φορτώσεις ενοχές…
Α: Όχι… Δεν θέλω να
επιζήσω χωρίς εσένα….
Β: Ίσως να πρέπει
να συγκινηθώ για αυτό… Μα ξέρεις καλά πως έτσι κι
αλλιώς δεν θα επιζούσαμε…
Α: Ορίστε, πάρ’ τη…
Β: Την παίρνω και
την πετάω…
Α: Αυτό ήταν,
λοιπόν…
Β: Ναι, αυτό ήταν…
Α: Στ’ αλήθεια,
τον φτιάξαμε ωραίο αυτόν τον ωκεανό…
Β: Και να σκεφτείς πως όλα αυτά ξεκίνησαν από ένα όνειρο
που είδες στα δώδεκά σου…
Α: Στα δεκατρία
μου…
Β: Δεν έχει τόση
σημασία… Είδες ένα μουνί να αιμορραγεί, και αυτό
ήταν…
Α: Μην μιλάς έτσι
για αυτό…
Β: Γιατί, αυτό δεν
ήταν;
Α: Δεν ήταν τόσο
απλό…
Β: Τίποτε δεν
είναι τόσο απλό…
Α: Ναι, τίποτε δεν
είναι τόσο απλό…
Β: Εσύ μου μίλησες
για ένα όνειρο όπου ένα μουνί αιμορραγούσε…
Α: Δεν ήθελα να σε
τρομάξω με αυτό…
Β: Πες μου,
λοιπόν, πώς ήταν…
Α: Δεν είναι η
ώρα…
Β: Δεν υπάρχει
άλλη ώρα…
Α: Δεν θέλω να
γίνει αυτό…
Β: Δεν έχουμε
πολλά να μοιραστούμε πια…
Α: Δεν ξέρω αν
γίνεται…
Β: Το ξέρεις πως
γίνεται…
Α: Ήταν μια
γυναίκα που έμοιαζε στη μάνα μου… Έμοιαζε, μα δεν ήταν εκείνη… Ήταν μια ξένη
που της έμοιαζε… Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα… Και δεν μπορούσε να μιλήσει… Μόνο να
μουγκρίσει, να βογκήξει… Σαν να μην είχε γλώσσα… Αλλά ήξερα…
Β: Τι ήξερες;
Α: Ήξερα τι ήθελε να μου πει…
Β: Τι ήθελε να σου πει…
Α: Να σηκώσω το φουστάνι της…
Β: Και το σήκωσες…
Α: Το σήκωσα…
Ανάμεσα στα πόδια της είδα το αιδοίο της ανοιχτό…
Β: Γιατί το λες
«αιδοίο»…
Α: Έτσι μου
έρχεται… Θέλεις να το πω «μουνί»;
Β: Εσύ έλεγες πως
πρέπει να ελευθερώσουμε τις λέξεις…
Α: Είδα το μουνί της ανοιχτό… Γεμάτο με αιμάτινη σάρκα… Έτρεμε από ζωή…… Πώς να το πω; Άπλωνε τη
ζωή…
Β: Έτσι είναι όλα
τα μουνιά αν ανοίξουν…
Α: Και τότε
σκέφτηκα να βάλω το χέρι μου εκεί…
Β: Και το έβαλες…
Α: Ήξερα τι πάω να
κάνω…
Β: Τι πήγαινες να
κάνεις;
Α: Πήγαινα να κάνω
κάτι που θα είχε τίμημα…
Β: Ποιο τίμημα;
Α: Πήγαινα να το πιάσω… Μα το ήξερα πως θα το χαλούσα…
Β: Γιατί να το
χαλάσεις;
Α: Θα τα χαλούσα
όλα…
Β: Ποια όλα;
Α: Το χέρι μου
μπήκε μέσα… Πρώτα τα δάχτυλα, μετά η παλάμη, το χέρι μέχρι τον αγκώνα… Κι
έπειτα το μπράτσο μέχρι τον ώμο…
Β: Τι έγινε μετά…
Α: Ήταν τόσο
ζεστά… Ήταν τόσο ανθρώπινα…
Β: Και τι έγινε…
Α: Σκεφτόμουν πως
η ζωή είναι τόσο ανθρώπινη…
Β: Μα η ζωή είναι ανθρώπινη…
Α: Πέρασε έτσι
πολλή ώρα, ώσπου άκουσα κάτι σαν κοχλάκισμα… Και τότε
κοίταξα ψηλά… Το πρόσωπο της γυναίκας δεν υπήρχε πια… Στη θέση του υπήρχε μια
άμορφη μάζα από κρέας και αίμα… Από εγκέφαλο και αίμα…
Β: Νομίζω πως…
Α: Όσο έβαζα το
χέρι στο μουνί της, τόσο κατέστρεφα
το πρόσωπό της… Μια άμορφη μάζα από εγκέφαλο και αίμα…
Β Πρέπει να…
Α: (Φωνάζει.) ΑΠΟ ΕΓΚΕΦΑΛΟ ΚΑΙ ΑΙΜΑ…
ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ…
Β: Πρέπει να
αγκαλιαστούμε, για να μην κρυώνουμε…
Α: (Επαναλαμβάνει μηχανικά.) Από εγκέφαλο
και αίμα…
Β: Σε παρακαλώ…
Πρέπει να αγκαλιαστούμε, για να μην κρυώνουμε.
Α: Θέλεις να σου
πω και παρακάτω…
Β: Δεν χρειάζεται…
Α: Εκείνη η άμορφη
μάζα… με έβλεπε…
Β: Αγκάλιασέ με…
Α: Με έβλεπε, σου λέω…
Β: Το ξέρω… Το
αίμα πάντοτε μας βλέπει…
` Α: Κι εγώ ήμουν
εκεί, το χέρι μου μέσα βαθιά…
Β: Ήταν ένα όνειρο…
Α: Το χέρι μου
μέσα βαθιά… Κι εκεί ψηλά εκείνο το ματωμένο πράγμα…
Β: Μην με αφήνεις…
Α: Με έβλεπε…
Β: Μην με αφήνεις…
Α: Κι ούτε που
ξέρω τι έγινε μετά…
Β: Μετά γίναμε
εμείς…
(Παύση. Ακούμε τις ανάσες τους.)
Β: Στ’ αλήθεια,
μοιάζουν όλα πολύ ψεύτικα… Και τούτος ο ωκεανός δεν είναι διόλου κρύος… Κοιμάσαι;
Α: Όχι…
Β: Αναπνέεις σαν
να κοιμάσαι…
Α: Όχι, δεν
κοιμάμαι… Σκεφτόμουν πως κι εγώ δεν κρυώνω…
Β: Είμαστε σε έναν
ζεστό ωκεανό…
Α: Λένε πως δεν το
καταλαβαίνεις…
Β: Τι εννοείς…
Α: Το κρύο… Λένε
πως λιποθυμάς δίχως να το καταλάβεις… Κι έπειτα ξυλιάζεις και πεθαίνεις…
Β: Δεν μπορούμε να
κάνουμε κάτι για αυτό…
Α: Πιθανώς να έχει
συμβεί ήδη…
Β: Πιθανώς να έχει
συμβεί ήδη…
Α: Κι εμείς να
ονειρευόμαστε…
Β: Δεν γίνεται να
ονειρευόμαστε κι οι δυο το ίδιο πράγμα…
Α: Γίνεται όμως
όλα αυτά να συμβαίνουν μόνο στο δικό σου όνειρο… Ή μόνο στο δικό μου…
Β: Ναι, αυτό
γίνεται…
Α: Εξάλλου, δεν
έχει και πολλή σημασία το πότε θα γίνει…
Β: Κι έπειτα μπαίνει
το νερό στα πνευμόνια, και το σώμα κατεβαίνει στον βυθό…
Α: Άραγε, τα
σώματά μας θα βουλιάξουν κοντά το ένα με το άλλο;
Β: Ίσως και να
βουλιάξουν πλάι –πλάι…
Α: Ίσως κι όχι…
Ίσως έναν από τους δυο μας να τον πάρει το ρέμα και να μας χωρίσει…
Β: Μπορεί να γίνει
κι αυτό…
Α: Ξέρεις τι θα
ήθελα;
Β: Τι;
Α: Να τραγουδήσεις
εκείνο το τραγούδι…
Β: Ποιο;
Α: La ultima
noche que pasé contigo…
Β: Γιατί;
Α: Γιατί γέλαγες
όταν το τραγούδαγες…
Β: Πες μου την αλήθεια…
Α: Αυτή είναι η αλήθεια…
Β: Πες μου την
αλήθεια και θα το τραγουδήσω…
Α: Γιατί εκείνο το
βράδυ το κατάλαβα… Το είδα…
Β: Ποιο;
Α: Πως δεν είχες ματωμένο πρόσωπο..
Β: (Αρχίζει να τραγουδάει σε αργό ρυθμό το
τραγούδι των Los Panchos.)
La ultima noche que
pasé contigo,
Quisiera olvidarla
pero no he podido
La ultima noche que
pasé contigo
hoy quiero
olvidarla por mi bien…
Α: Εκείνη την ώρα
θέλησα να σε φιλήσω… Όχι το στόμα σου… Ήθελα να φιλήσω ολόκληρο το πρόσωπό σου…
Ήταν η πρώτη φορά που θέλησα να φιλήσω ένα πρόσωπο…
Β: (Συνεχίζει το τραγούδι)
La ultima noche que pasé contigo,
la llevo guardada
de aquellos momentos en que fuiste mío
hoy quiero
olvidarla por mi bien
Α: Κι είπα, αυτός
λοιπόν ή όποιος άλλος…
Β: (Τραγουδάει το ρεφρέν)
Por qué
te fuiste aquella noche?
Por qué
te fuiste sin regresar?
Y me dejaste aquella noche
Con el recuerdo de tu traición
A: Και τότε με
φίλησε κάτω από το μαυριτανικό κάστρο.
Β: Φίλησέ με, αγάπη μου…
(Εκείνη τη στιγμή, για μια στιγμή ανάβει ένα
φως και αμέσως μετά σβήνει, σαν ανοιγόκλεισμα του
διακόπτη. Ωστόσο, αυτή η μόνη στιγμή αρκεί για να δούμε: Ο Α και η Β, όσο κι αν
αυτό μοιάζει παράξενο, κάθονται σε δυο πολυθρόνες, ο ένας απέναντι από τον
άλλον, στο σαλόνι του σπιτιού τους)
Β: Τι ήταν αυτό;
Α: Αστραπή…
Β: Από πού;
Α: Από κάπου…
Β: Τι θα πει «από
κάπου»;
Α: Στον ωκεανό υπάρχουν αστραπές…
Β: Και τι σημαίνει
αυτό;
Α: Δεν ξέρω…
Β: Τι θα πει «δεν ξέρεις»;
Α: Προφανώς έρχεται καταιγίδα.
Β: (Επαναλαμβάνει μηχανικά.)
Προφανώς έρχεται καταιγίδα…
Α: Στον ωκεανό υπάρχουν τα πάντα…
Β: Στον ωκεανό υπάρχουν τα πάντα…
***
7.
Α: Θα βρέξει…
Β: (Συνεχίζει μηχανικά.) Θα βρέξει…
Α: Θα ρίξει
καταιγίδα…
Β: Πόση σημασία
έχει αυτό;
Α: Είναι μάλλον ευχάριστο…
Β: Γιατί είναι
ευχάριστο…
Α: Θα μπορέσουμε
να πιούμε βρόχινο νερό…
Β: Κι αυτό σε τι
θα βοηθήσει…
Α: Σε τίποτε… Αλλά
θα ξελυσσάξει το στόμα μας…
Β: Γιατί δεν με
φίλησες πριν;
Α: Δεν ξέρω…
Έτυχε…
Β: Ξέρεις… Κι ούτε
έτυχε…
Α: Δεν ήμουν
έτοιμος…
Β: Κάτι συμβαίνει
με αυτό που έχεις βάλει στο κεφάλι σου…
Α: Γίνεσαι
επιθετική…
Β: Κάτι με αυτόν
τον γαμημένο…
Α: Είναι λάθος ώρα
για να μιλάς έτσι…
Β: Δεν μπορώ να
καταλάβω… Εσύ που στα βιβλία σου αρνήθηκες κάθε
μορφής ψυχοθεραπεία και την ονόμασες τελετουργία φόβου και μέθοδο απανθρωπιάς,
εσύ που δεν καταδέχτηκες ποτέ σου να κάνεις ψυχανάλυση ή να πάρεις χάπια, να
χάφτεις τα παραμύθια ενός ψυχοπάστορα…
Α: Δεν γυρεύω να
θεραπευτώ… Και δεν πήγα σε κανέναν γιατρό…
Β: Ωστόσο δέχεσαι
την ιδέα ενός τραύματος που θέλεις να προσπεράσεις…
Α: Δέχομαι την
εικόνα ενός γεγονότος που πρέπει να το ζήσω…
Β: Έτσι μιλάν κι
αυτοί…
Α: Δεν με
ενδιαφέρει τι λεν αυτοί…
Β: Άρα δέχεσαι πως
υπάρχει μιας μορφής θεραπεία…
Α: Δεν δέχομαι τίποτε…
Πείθομαι με τα λόγια και τα επιχειρήματα… Πείθομαι με τα ίδια μέσα που πάω να
πείσω…
Β: Εσύ πείθεις με
τα δόντια σου… Με τη λάμψη των δοντιών σου…
Α: Βρέχει…
Β: Χρησιμοποιείς
τα λόγια μονάχα για να αστράφτεις τα δόντια σου….
Α: Προσπάθησε να
πιεις λίγο από το νερό της καταιγίδας…
Β: Δεν διψάω πια…
Α: Προσπάθησε, σε
παρακαλώ…
Β: Σε φαντάζομαι
μ’ ανοιχτό το στόμα να περιμένεις σταγόνες της βροχής για να πιεις… Σαν να
περιμένεις το μάννα από τον Θεό σου…
Α: Ελπίζω να
πίνεις ενώ μιλάς…
Β: Σκέφτομαι αν το
πιστεύεις στ’ αλήθεια…
Α: Αν πιστεύω
ποιο;
Β: Αν στ’ αλήθεια
πιστεύεις πως βρέχει…
Α: Ναι, το
πιστεύω… Και το πιστεύει και η γλώσσα μου…
Β: Να, λοιπόν, που
κι εσύ πιστεύεις στη Σωτηρία των Ουρανών…
Α: Εγώ πιστεύω μόνο
στον ωκεανό…
Β: Ώρα να κάνεις
και μια προσευχή, λοιπόν…
Α: Μην είσαι
επιθετική… Είναι λάθος ώρα για να είσαι επιθετική…
Β: Εσύ γράφεις πως
η ανθρωπότητα είναι μια διαρκής επίθεση…
Α: Μην
απομακρύνεσαι, έχει σηκωθεί κύμα…
Β: Έτσι κι αλλιώς,
στον βυθό έχει πάντοτε γαλήνη…
Α: Ξέρεις πως δεν
θα γίνει έτσι…
Β: Δεν
καταλαβαίνω…
Α: Δεν θα γίνει με
γαλήνη…
Β: Ποιο πράγμα;
Α: Στον ωκεανό δεν
γίνεται με γαλήνη…
Β: Για ποιο πράγμα
μιλάς;
Α: Για το τέλος
μας…
Β: (Ειρωνικά) Τι; Δεν θα έρθουν να μας
πάρουν;
Α: Σε παρακαλώ…
Β: Τόσα σημάδια
έβαλες για να μην μας πάρει το ρεύμα…
Α: Σε παρακαλώ…
Β: Δεν θα δούνε
τις τσάντες μας;
Α: Δεν είναι η ώρα
για…
Β: Δεν θα
διαμαρτυρηθούν οι Γιαπωνέζοι που βουτούν ανά ζεύγη;
Α: Σταμάτα το…
Β: Και το ξημέρωμα
δεν θα έρθει; Αφού ήσουν βέβαιος…
Α: Δεν είναι η ώρα για αυτό…
Β: (Φωνάζει.) Πες μου, λοιπόν, για τι είναι η ώρα;
Α: (Διστακτικά) Είναι η ώρα…
Β: Πες το, λοιπόν…
Α: (Το λέει βιαστικά, σαν να καταρρέει.) Είναι
η ώρα για τους καρχαρίες…
Β: (Με τόνο ανέμελο) Πάντοτε ήθελα να
ζωγραφίσω καρχαρίες…
Α: Δεν είναι εδώ
ζωγραφική…
Β: Εσύ μου έλεγες
πως τα πάντα είναι ζωγραφική…
Α: Προσπάθησε να
καταλάβεις… Εδώ μιλάμε για το τέλος μας…
Β: Το τέλος μας
είναι ζωγραφική…
Α: Πρέπει να
συλλογιστούμε το τέλος... Πρέπει να σκεφτούμε τους καρχαρίες…
Β: Δεν χρειάζεται
να τους σκεφτούμε… Οι καρχαρίες υπάρχουν…
Α: Είμαστε
άνθρωποι επειδή σκεφτόμαστε για όλα όσα υπάρχουν… Έχουμε να σκεφτούμε…
Β: Τι να
σκεφτούμε;
Α: Τι είναι οι
καρχαρίες…
Β: Οι καρχαρίες
είναι ψάρια…
Α: Ψάρια; Όταν λες
ψάρια, ο νους σου πάει στους καρχαρίες;
Β: Οι καρχαρίες
είναι μεγάλα ψάρια…
Α: Άλλο… Πες άλλο…
Β: Οι καρχαρίες
είναι σαρκοφάγα ψάρια…
Α: Κάπως καλύτερα…
Μπορεί και να το φτάσεις…
Β: Οι καρχαρίες
είναι άγριοι…
Α: Όχι, δεν είναι
αυτό…
Β: Οι καρχαρίες
έχουν δόντια…
Α: (Ξεσπάει.) Αυτό είναι… Οι καρχαρίες έχουν δόντια…
Β: Οι καρχαρίες
έχουν δόντια…
Α: Πολλές σειρές
δόντια – ας πούμε, πέντε ή και δέκα ή ακόμη περισσότερες…
Β: Και είναι
κοφτερά…
Α: Σαν πριόνια…
Β: Σαν πριόνια…
Α: Και τι κάνουν
με αυτά τα δόντια;
Β: Δαγκώνουν…
Α: Και τι άλλο;
Β: Και κόβουν…
Α: Και τι άλλο;
Β: Και τρώνε…
Α: Και τι άλλο;
Β: Δεν ξέρω τι
άλλο…
Α: Να σου πω εγώ…
Οι καρχαρίες αγαπούν…
Β: Αγαπούν;
Α: Ναι, οι καρχαρίες αγαπούν…
Β: Πώς αγαπούν;
Α: Αγαπούν με τα
δόντια…
Β: (Σαν να λέει κάτι άσχετο, σαν να προσπαθεί να
υπεκφύγει.) Πάντοτε ήθελα να ζωγραφίσω καρχαρίες.
Α: Γιατί δεν το ’κανες;
Β: Δεν ξέρω…
Προφανώς γιατί δεν μου το είπες εσύ…
Α: Και τι σημαίνει
αυτό;
Β: Δεν μου το
πρότεινες ποτέ…
Α: Ε, αυτό πάει
πολύ… Με κατηγορείς που δεν σου πρότεινα να ζωγραφίσεις καρχαρίες;
Β: Δεν σε
κατηγορώ… Λέω αυτό που γινότανε…
Α: Και τι γινότανε;
Β: Ζωγράφιζα τα
ψάρια επειδή μου το πρότεινες εσύ…
Α: Αυτό πάει πολύ…
Εγώ είχα μια ιδέα…
Β: Οι δικές σου
ιδέες είναι διαταγές…
Α: Είχα μια ιδέα
πάνω σε ένα δικό σου όνειρο, διάβολε… Πως ένα βράδυ ήσουν ψάρι…
Β: Σιγά το όνειρο…
Α: Πως ήθελες να
μιλήσεις, μα δεν μπορούσες…
Β: Όνειρο της
πλάκας… Σε κάθε ονειροκρίτη υπάρχουν τουλάχιστον είκοσι όνειρα με ψάρια που δεν
μπορούν να μιλήσουν…
Α: Αυτό ήταν το
δικό σου όνειρο…
Β: Τρίχες…
Α: Αυτή ήσουν εσύ…
Β: Νομίζεις πως
έχεις το δικαίωμα να σμιλεύεις τους ανθρώπους στο σχήμα που εσύ βλέπεις…
Α: Ήταν δικό σου
όνειρο…
Β: Ήταν δική σου απόφαση…
Α: (Φωνάζει.) ΗΤΑΝ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΟΝΕΙΡΟ…
Β: Μου αρέσει όταν φωνάζεις…
Α: (Ξεψυχισμένα) Ήταν δικό σου…
Β: (Ακούγονται οι ανάσες τους.) Μοιάζει με θέατρο…
Α: Ποιο;
Β: Αυτό εδώ που ζούμε… Ο
ωκεανός, η νύχτα, εμείς…
Α: Δεν το είχα σκεφτεί έτσι…
Β: Ένα έργο με δύο… Ένας θα
είναι ο δολοφόνος, ένας θα είναι το θύμα.
Α: Προφανώς ο δολοφόνος θα
είμαι εγώ…
Β: Στ’ αλήθεια, σταμάτησε η
βροχή σου;
Α: Ξέχασες όμως την αγάπη…
Β: Τι είναι η αγάπη;
Α: Η αγάπη είναι οι
καρχαρίες….
Β: Τι έχεις πάθει
με τους καρχαρίες;
Α: Οι καρχαρίες
έχουν κάτι που θα σου αρέσει…
Β: Τι;
Α: Άμα μυρίσουν το
αίμα, κλειδώνουν… Δεν μπορούν να απεμπλακούν από
αυτό…. Δεν θα παζαρέψουν, δεν θα ακούσουν
επιχειρήματα, δεν θα δεχτούν οποιασδήποτε μορφής συμβιβασμό… Εκεί υπάρχει μόνον
η ψυχή και τα δόντια… Κανένα ενδιάμεσο λογικό λίπος…
Β: Εσένα σου
αρέσουν αυτά…
Α: Αυτό είναι
αλήθεια…
Β: Αυτό είναι η μόνη
αλήθεια… Εσύ ζεις με τα δόντια…
Α: Θα ήθελα να γίνω καρχαρίας… Να είμαι κάτι που δεν
διαπραγματεύεται την αγάπη του…
Β: Δεν μου είπες,
σταμάτησε η βροχή σου;
Α: Ξέρεις τι λένε:
πως οι καρχαρίες δεν έχουν δική τους ψυχή… Είναι πλάσματα χωρίς ψυχή… Ένα σώμα
αδειανό που γυρεύει απελπισμένα να γεμίσει…
Β: Είναι πολύ
θλιβερό αυτό… Δεν μπορεί να υπάρχει αδειανή ύπαρξη…
Α: Κι όμως
υπάρχει…
Β: Δεν μπορεί… Η
φύση δεν μπορεί να φτιάξει κάτι τέτοιο…
Α: Μπορεί, σου
λέω…
Β: Αν είναι έτσι,
είναι πολύ θλιβερό…
Α: Δεν είναι
θλιβερό, είναι ελπιδοφόρο…
Β: Δεν βλέπω
πουθενά την ελπίδα.
Α: Λένε πως οι
καρχαρίες γεμίζουν με αυτόν που τρώνε… Πως γίνονται αυτός που τρώνε…
Β: Και τι σημαίνει
αυτό…
Α: Σημαίνει πως αγαπάνε
το θύμα τους… Πως το κομματιάζουν για να το βάλουν μέσα τους.
Β: Αυτό το λες
αγάπη;
Α: Αυτό είναι η
αγάπη… Να θες να γίνεις ο άλλος… Να υπάρχεις μέσα από την ύπαρξη του άλλου….
Β: Είναι πολύ
θλιβερό όλο αυτό…
Α: Η βροχή
σταμάτησε…
Β: Για να το λες
εσύ, μάλλον θα σταμάτησε…
Α: Τι βοηθάει να
με ειρωνεύεσαι;
Β: Καθετί βοηθάει
στη ζωή…
Α: Στ’ αλήθεια, έχεις σκεφτείς τι θα κάνεις όταν έρθουν
οι καρχαρίες…
Β: Θα κλείσω τα
μάτια και θα τους περιμένω…
Α: Τι θα
περιμένεις…
Β: Τον θάνατο…
Α: Και μετά;
Β: Μετά τίποτε…
Α: Μπορείς να το
κάνεις αυτό;
Β: Μπορώ…
Α: Δεν φοβάσαι τα
δόντια τους…
Β: Τίποτε που
γεννήθηκε στη φύση δεν μπορεί να με τρομάξει…
Α: Μακάρι να το
καταφέρεις…
Β: Θα το καταφέρω…
Α: Μακάρι…
Ειλικρινά σ’ το λέω, μακάρι…
Β: Εσύ, αν έρθουν
οι καρχαρίες, τι θα κάνεις;
Α: Κάτι έχω
σκεφτεί…
Β: Τι;
Α: Άραγε, κάνει να
το πω;
Β: Φυσικά και
κάνει….
Α: Θα κάνω ένα
ξόδι…
Β: (Γελάει ειρωνικά.) Εσύ θα κάνεις ξόδι σε
ποιον;
Α: Ένα ξόδι στον
εαυτό μου…
Β: Δηλαδή;
Α: Θα πω μερικά
λόγια…
Β: Διάολε, θα
προσευχηθείς…
Α: Όχι βέβαια…
Β: Δεν το πιστεύω…
Θα προσευχηθείς… Εσύ θα προσευχηθείς…
Α: (Ενοχλημένος) Θα πω μερικά λόγια…
Β: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς…»
Α: Τι είναι αυτά
που λες;
Β: Αυτά δεν θα
πεις;
Α: Όχι, δεν θα πω
αυτά…
Β: Ό,τι κι αν πεις, θα τα πεις σε κείνονε…
Α: Όχι…
Β: Σε ποιον θα
πεις τα λόγια… Σε κείνονε δεν θα τα πεις;
Α: Στον εαυτό μου
θα τα πω…
Β: Η βροχή
σταμάτησε…
Α: Το πρόσεξες κι
εσύ…
Β: Κι η θάλασσα
έγινε σαν λάδι – κι είναι τόσο ζεστή… Σαν ψεύτικη…
Α: Ναι, σαν
ψεύτικη…
Β: Και μυρίζει…
Πώς να το πω… Μυρίζει ζωή…
Α: Δεν θέλω να σε
τρομάξω, αλλά έλα κοντά μου.
Β: Τίποτε που
γεννήθηκε στη φύση δεν μπορεί να με τρομάξει…
Α: Οι καρχαρίες βγαίνουνε
μετά την καταιγίδα…
Β: Ας βγούνε…
Α: Ξέρεις… Οι καρχαρίες είναι γύρω μας… Είναι η ζωή που μυρίζεις…
***
8.
Β: (Εκνευρισμένη και τρομαγμένη) Δεν θα με
τρομάξεις…
Α: Δεν το θέλω…
Β: Δεν θα με τρομάξεις με τα κόλπα σου…
Α: Δεν θέλω να σε
τρομάξω… Θέλω να έρθεις κοντά μου…
Β: Μην με
αγγίζεις… Δεν θέλω να με αγγίζεις…
Α: Σε παρακαλώ,
μην απομακρύνεσαι…
Β: Από πότε
άρχισες εσύ να μυρίζεις τη ζωή;
Α: Σε παρακαλώ…
Β: (Σε έξαλλη κατάσταση) ΑΠΟ ΠΟΤΕ ΑΡΧΙΣΕΣ ΝΑ
ΜΥΡΙΖΕΙΣ ΤΗ ΖΩΗ, ΓΑΜΩΤΟ…
Α: Όλοι μυρίζουν
τη ζωή…
Β: Όλοι εκτός από
σένα…
Α: Έλα κοντά μου…
Β: Κι εσύ πού το
ξέρεις;
Α: Κάτι μεγάλο
πέρασε δίπλα μου… Μου άγγιξε το πόδι…
Β: Δεν σε πιστεύω…
Α: Ήτανε λείο και
ζεστό…
Β: Δεν πιστεύω τίποτε από τις ψευτιές σου…
Α: Ήταν μεγάλο, σου λέω…
Β: Θα είναι το
σύνδρομο Αρτσιμπόλντο… Όπως εκείνοι που νομίζουν πως
αγγίχτηκαν με τον Θεό…
Α: Δεν υπάρχει
σύνδρομο Αρτσιμπόλντο…
Β: Μα εσύ μου
μίλησες για αυτό…
Α: Σου έλεγα
ψέματα…
Β: Συνέχεια λες
ψέματα…
Α: Τώρα σου λέω
αλήθεια.
Β: Δεν σε πιστεύω…
Α: Σε παρακαλώ…
Β: Τα λες αυτά για να με δοκιμάσεις…
Α: Έλα, κοντά μου…
Β: Για να με
ταπεινώσεις…
Α: Σε αγαπάω…
Β: ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ;
Α: Πες ό,τι θέλεις, αλλά μην με αφήνεις…
Β: ΓΑΜΩ ΚΑΙ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΟΚΤΟΡΑ ΣΟΥ…
Α: Μην με αφήνεις…
Β: (Σαν να μαλακώνει. Κάποιος μπορεί να
φανταστεί πως κουρνιάζει στην αγκαλιά του.) Τι σκατά
αγάπη…
Α: Κρατήσου κοντά
μου, αγάπη μου…
Β: Θες να με
κάνεις να φοβηθώ…
Α: Δεν είναι
ντροπή να φοβάσαι…
Β: Δεν τους
φοβάμαι…
Α: Δεν είναι
ντροπή να φοβάσαι… Όλοι φοβόμαστε…
Β: Γιατί να τους
φοβηθώ… Είναι ζώα… Έχουν μόνο δόντια…
Α: Κι εσύ έχεις
δόντια…
Β: Εγώ είμαι άνθρωπος, είμαι κομμάτι της ανθρώπινης
ιστορίας…
Α: Οι καρχαρίες υπάρχουν
εκατομμύρια χρόνια… Πολύ πριν από τους ανθρώπους… Πριν καν κι από τους
δεινόσαυρους…
Β: Τους μισώ…
Α: Γιατί τους
μισείς;
Β: Γιατί… γιατί
μας τρώνε…
Α: Να μην τους
μισείς… Μας τρώνε επειδή μας έχουν ανάγκη… Επειδή μας αγαπάνε τόσο πολύ…
Β: Θα μισώ όποιον
θέλω…
Α: Μείναμε εδώ για
να πάμε πιο πέρα από το μίσος…
Β: Πού μείναμε;
Α: Στη μέση του
ωκεανού, μέσα στη νύχτα…
Β: Είχα δίκιο,
λοιπόν… Εσύ τους πλήρωσες για να φύγουν…
Α: Ναι, εγώ τους
πλήρωσα…
Β: Και φυσικά δεν
υπήρχαν Γιαπωνέζοι…
Α: Όχι, δεν
υπήρχαν…
Β: Και δέχτηκαν να
μας αφήσουν…
Α: Τους έπεισα…
Β: Εσύ όλους τους
πείθεις…
Α: Το έκανα για
εμάς… Καταλαβαίνεις;
Β: Το έκανες
επειδή το διατάζει ο σκατένιος ο Ζόοτ
σου…
Α: Το έκανα για
εμάς…
Β: Και τώρα θέλεις
να αγαπήσω τους καρχαρίες…
Α: Η αγάπη είναι ο
φόβος που μας ενώνει με τους άλλους…
Β: Αυτά τα λένε οι
παπάδες…
Α: Ο φόβος μάς
εξανθρωπίζει, μας κάνει ανθρώπους…
Β: Ώρα να πεις κι
έναν ψαλμό του Δαβίδ…
Α: Ο κόσμος είναι γεμάτος ασφάλεια… Οι άνθρωποι ξεχάσαμε
τους καρχαρίες…
Β: «Εδίψησέ σε η ψυχή μου…»
Α: Είναι πια
άσκοπες οι ειρωνείες…
Β: Δεν θα ορίζεις
εσύ ποιος είναι ο σκοπός…
Α: Ο ωκεανός μάς
κάνει ανθρώπους… Ο φόβος των καρχαριών, το βάθος της θάλασσας…. Εδώ μπορούμε να
αγαπηθούμε…
Β: Παντού
μπορούσαμε να αγαπηθούμε… Χωρίς το μάνιουαλ του ψυχοπάστορά σου…
Α: Εδώ μπορώ να αγαπήσω εκείνη τη ματωμένη άμορφη μάζα…
Β: Αξία έχει να αγαπάς στην αληθινή ζωή…
Α: Δεν υπάρχει αληθινή ζωή δίχως τους καρχαρίες…
Β: Ποιος νομίζεις
πως είσαι, για να ορίζεις την αληθινή ζωή;
Α: Κάποιος στη
μέση του ωκεανού… Κάποιος που γυρεύει να πάει πέρα απ’ τον φόβο του…
Β: Μα όλο αυτό
είναι μια προχειροστημένη σκηνοθεσία, ένα μέτριο
θεατρικό έργο…
Α: Όλο αυτό είναι
το μεγαλύτερο στοίχημα της ζωής μας…
Β: Μην μιλάς για
μένα…
Α: Μιλάω για εμάς… Μιλάω για το στοίχημα της αγάπης μας…
Β: Σταμάτα να μιλάς για εμάς…
Α: Να φαγωθούμε από
τον ίδιο καρχαρία.
Β: (Ουρλιάζει.)
ΠΑΨΕ…
Α: Να γίνουμε ένα…
Β: ΠΑΨΕ, ΣΟΥ ΛΕΩ…
Α: Κι ύστερα να
γυρίσουμε στον βυθό…
Β: (Με αναφιλητά) Πάψε… Πάψε…
Α: Οι καρχαρίες
πάντοτε γυρίζουν στον βυθό με τις πέρκες.
Β: (Συνεχίζει να κλαίει.) Φοβάμαι…
Α: Οι καρχαρίες αγαπούν…. Αγαπούν και γυρίζουν στον βυθό
με τις πέρκες…. Οι καρχαρίες μάς αγαπούν… Θα το δεις, μωρό μου..
Β: Φοβάμαι…
Α: Μαζί θα το δούμε, αγάπη μου…
Β: Το πιστεύεις
αυτό που μου είπες πριν;
Α Ποιο;
Β: Πως άμα σε φάει κάποιος, γίνεται εσύ…
Α: Το πιστεύω..
Β: Και αν μας φαν οι καρχαρίες, θα γίνουμε καρχαρίες…
Α: Ναι, θα
γίνουμε…
Β: Κι είσαι σίγουρος
γι’ αυτό;
Α: Είμαι σίγουρος…
Β: Νομίζω πως κάποιος άγγιξε
το πόδι μου…
Α: Μην τον
φοβάσαι…
Β: Τον φοβάμαι…
Α: Θα κάνει αυτό
που έχει να κάνει… Εσύ, σκέψου κάτι ευχάριστο…
Α: Εσύ στ’ αλήθεια
τις είδες;
Β: Ποιες;
Α: Στ’ αλήθεια τις
είδες τις πέρκες στον βυθό;
Β: Νομίζω πως τις
είδα.
Α: Έχουν στ’
αλήθεια οχτώ μάτια;
Β: Κάτι τέτοιο μου
φάνηκε πως είδα…
Α: Και στ’ αλήθεια
βλέπανε και με τα οχτώ μάτια;
Β: (Ουρλιάζει) ΑΑΑ…
ΜΕ ΑΓΓΙΞΕ...
Α: Ησύχασε… Αυτός
είναι…
Β: Μην τον
αφήσεις να με ζυγώσει…
Α: Θα είναι
πραγματικά κάτι μοναδικό… Θα το δεις…
Β: (Ουρλιάζει) ΜΕ ΔΑΓΚΩΣΕ, ΜΕ ΔΑΓΚΩΣΕ ΣΤΟ
ΠΟΔΙ…
Α: Δεν θα πονέσεις
διόλου… Το πόδι σου είναι ήδη ξυλιασμένο… Εμένα που με τρώνε από ώρα και νιώθω
μόνο ένα ευχάριστο γαργαλητό...
Β: (Σε κατάσταση απόλυτου πανικού) Τέλ… τέλειω… τέλειωσέ το, σε παρακαλώ.
Α: Θα τελειώσει
μόνο του…
Β: Με αγγίζουν… (Στριγγλίζει) ΟΟΟ…
ΜΕ ΔΑΓΚΩΣΕ ΠΑΛΙ…
Α: Εμένα έχουν
φτάσει ως τη μέση…
Β: (Κλαίγοντας) Σταμάτησέ
το…
Α: Είναι…
Β: ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΤΟ…
Α: Είναι ο καρχαρίας μας…
Β: ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΤΟ,
ΣΟΥ ΛΕΩ…
Α: Θα σταματήσει
όταν γίνουμε ένα…
Β: Θέλω να ζήσω…
ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ… ΣΤΑΜΑΤΑ ΤΟ, ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ…
Α: Τώρα ζεις…
Μονάχα τώρα ζούμε αληθινά…
Β: (Κλαίγοντας) Γιατί το κάνεις αυτό;
Α: Γιατί αυτός είναι ο ωκεανός, αγάπη μου…
Β: Σταμάτησέ το…
Α: (Αρχίζει να μιλάει γοργά και χαμηλόφωνα, σαν
να προσεύχεται.) Και ω αυτός ο φοβερός χείμαρος
που κατεβαίνει, και ω, η θάλασσα, η θάλασσα κάποτε πορφυρή σαν τη φωτιά…
Β: ΜΕ ΤΡΩΕΙ,
ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ;
Α: (Συνεχίζει όλο και πιο γοργά.) Και τα
ένδοξα δειλινά και οι συκιές στους κήπους της Αλαμέδας και όλα τα αλλόκοτα στενά με τα ρόδινα και γαλανά
και κίτρινα σπίτια γιομάτα με τριανταφυλλιές και γιασεμιά και γεράνια και
κάκτους και το Γιβραλτάρ ίδιο με το κορίτσι που ήμουν το Άνθος των
Βουνών ναι…
Β: (Ουρλιάζει, ακούγεται θόρυβος, σαν να τον
χτυπάει, σαν να παλεύει μαζί του.) ΣΤΑΜΑΤΑ ΤΟ, ΠΑΛΙΟΠΟΥΣΤΑ,
ΣΤΑΜΑΤΑ ΤΟ…
Α: Όταν
έβαλα το ρόδο στα μαλλιά μου σαν τις κοπέλες της Ανδαλουσίας ή μήπως
να φορούσα ένα κόκκινο ναι και τότε με φίλησε κάτω από το
μαυριτανικό κάστρο και είπα αυτός λοιπόν ή όποιος άλλος…
Β: ΓΑΜΩ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΑ ΤΟ, ΓΑΜΩ
ΤΗ ΦΥΤΡΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΖΟΟΤ
ΣΟΥ…
Α: Και
έπειτα τον γύρεψα με τα μάτια μου για να το ζητήσω πάλι, ναι…
Β: (Ξερά, σαν φτυσιά) Σάμσα…
Α: Κι
έπειτα με ρώτησε αν εγώ ναι θα έλεγα ναι το άνθος των βουνών μου…
Β: (Φωνάζει.) ΣΑΜΣΑ…
Α:
Και τότε τύλιξα τα χέρια μου γύρω του ναι και τον τράβηξα πάνω
μου για να τον ζαλίσει το άρωμα του στήθους μου ναι…
Β: (Θαρρείς ψυχορραγώντας) Σταμάτα το, σε
ικετεύω.
Α: Και η
καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και ναι είπα…
Β: (Ουρλιάζει με όλην
τη δύναμή της. Το ουρλιαχτό γίνεται στρίγγλισμα.) ΣΑΜΣΑΑΑΑ…
(Πριν καν σβήσει η στριγγλιά
της Β, το φως ανάβει. Είμαστε σε ένα αστικό διαμέρισμα… Και το φως που άναψε
είναι από ένα πορτατίφ. Σε δύο καναπέδες-πολυθρόνες
–τον έναν απέναντι από τον άλλον– κάθονται ένας άντρας και μια γυναίκα. Είναι
φυσικά ο Α και η Β. Σαν να έχει σωριαστεί μετά από πάλη, ανασαίνει
λαχανιασμένος… Η γυναίκα έχει σπασμούς· σαν επιληπτική κρίση/σαν
οργασμός/σαν ρόγχος/σαν κάτι άλλο.
Αν θέλει ο
σκηνοθέτης, τους βάζει γυμνούς· αν θέλει, τους βάζει ντυμένους.
***
Αν δεν υπάρχει διάλειμμα ανάμεσα στις δύο
πράξεις, το έργο μπορεί να συνεχιστεί δίχως την παραμικρή διακοπή.
Κι αν υπάρχει
διάλειμμα, με το τέλος της πρώτης πράξης πέφτει η αυλαία – ή το σκοτάδι. Και
από τα μεγάφωνα ακούγεται το τραγούδι των Los Panchos, στην κλασική του εκτέλεση:
La ultima noche que pasé
contigo,
Quisiera
olvidarla pero no he podido
La ultima noche que pasé
contigo
hoy
quiero olvidarla por mi bien….)
Τέλος πρώτης πράξης