|
θ α ν ά σ η
ς τ ρ ι α ρ ί
δ η ς Το
αγόρι πίσω από
τ τζάμι Στον
Γιάννη
Ευαγγέλου quand il ιtait petit garηon ― Τώρα για
τον κόπο μου,
υποσχεθείτε
μου, είπε παρακλητικά
η Επονίνα. ―
Να σου
υποσχεθώ, τι;
ρώτησε ο
Μάριος. ―
Υποσχεθείτε
μου πρώτα! ―
Σου υπόσχομαι. ―
Όταν ξεψυχήσω,
θέλω να με
φιλήσετε στο
μέτωπο. Εγώ θα
το καταλάβω. Βίκτωρ
Ουγκώ, Οι
Άθλιοι, Μέρος
Τέταρτο,
Βιβλίο 14ο ,
κεφ. VΙ. *** Ήταν
η τελευταία
νύχτα του
Δεκεμβρίου. Η
νύχτα που οι
άνθρωποι από
αιώνες
υποδέχονταν
με χαρά και ευχές
τον ερχομό της
καινούριας
χρονιάς, γυρεύοντας
μέσα στη
γιορτή να ξορκίσουν
τους φόβους, να
εξαγνίσουν
τις ενοχές τους,
να μοιραστούν
την ελπίδα, την
προσδοκία, την
αδημονία όλα
αυτά που συνηθίζουν
να
μοιράζονται
οι άνθρωποι σε
τέτοιες ώρες. Κι
ανάμεσα στους
πολλούς,
κάποιοι οι πιο
ρομαντικοί εκείνη
τη νύχτα θα
μιλούσαν και
πάλι για την
προσμονή της
αγάπης που θα
κατισχύσει. Που
θα γίνει
επιτελούς ορατή
και παρούσα. Που
θα
θριαμβεύσει
ολόλαμπρη
μέσα στο
ακατανόητο
θάμπος του
κόσμου. Μια ακόμη
τέτοια γιορτή
θα ήταν και
εκείνη η Πρωτοχρονιά
στη μεγάλη
πολιτεία. Από
το πρωί η κίνηση
στους δρόμους
της μαρτυρούσε
την αδημονία
της νύχτας. Τα
πεζοδρόμια έβραζαν
από ανθρώπους,
τα
καταστήματα
πουλούσαν
δώρα, τα
μαγαζιά
τρόφιμα για το
τραπέζι της
γιορτής.
Συνωστισμός
μαζί με κάθε
λογής θόρυβο
της πόλης που
ετοιμάζονταν
για τη μεγάλη
βραδιά. Χιόνιζε
ασταμάτητα
εκείνον τον
χειμώνα. Οι
παλιοί
ποιητές θα
έγραφαν πως η πολιτεία
είχε
σκεπαστεί με
το άσπρο
σεντόνι της κι
οι πιο
τολμηροί θα
έκαναν λόγο
για το
άσπρο της σάβανο.
Όταν θα ερχόταν
το σούρουπο οι μέχρι
τότε
πολύβουοι
δρόμοι θα
ερήμωναν. Κι
όσο πλησίαζε η
ώρα της
αλλαγής της
χρονιάς στα
πεζοδρόμια δεν
θα υπήρχε ψυχή.
Μονάχα το
χιόνι θα
συνέχιζε να
πέφτει, όλο και
πιο δυνατό,
σκεπάζοντας
τα αναρίθμητα
χνάρια των
ανθρώπων. *** Το
αγόρι από το
πρωί είχε βγει
στην πόλη μαζί
με τη μητέρα. Πήγανε στα
μαγαζιά και
πήραν δώρα.
Γραβάτες για
τους θείους,
μαντίλες για
τις θείες. Ένα
ολόμαλλο
κασκόλ για τον
παππού, μια
δερμάτινη τσάντα
για τη γιαγιά.
Για τον πατέρα
αγόρασαν το καλύτερο
και
ακριβότερο:
έναν χρυσό
αναπτήρα για
να ανάβει τα
τσιγάρα του. Το
δίχως άλλο το
άξιζε ο
πατέρας αυτό
το δώρο. Στη
συνέχεια, με
τις σακούλες
στο χέρι, πήγανε
στον κρεοπώλη·
είχανε να
πάρουν το
εκλεκτό κρέας
που είχαν
παραγγείλει
εδώ και πέντε μέρες
για το
πρωτοχρονιάτικο
τραπέζι. Κι
έπειτα πέρασαν
κι από το
ζαχαροπλαστείο
να αγοράσουν
τα γλυκά που θα
ολοκλήρωναν
το γεύμα. Σε όλην
αυτή τη
διαδρομή το
αγόρι ακολουθούσε
τη μητέρα. Κυριολεκτικά
δεν έχανε ούτε
ένα βήμα της. Κι
η μητέρα ήτανε
ήσυχη και πολύ
περήφανη για
τον γιο της. Εδώ
και μερικούς
μήνες δεν
χρειαζόταν να
τον πιάνει από
το χέρι: το
αγόρι ήταν
απολύτως
συγκεντρωμένο
και εξαιρετικά
υπάκουο, πραγματικά
άξιο της
εμπιστοσύνης
της. Ναι, μέσα
στην πολύβουη
πόλη, μέσα στον
μεγάλο
πολύβουο
κόσμο, το
αγόρι ακολουθούσε. *** Το
αγόρι της
ιστορίας μας
ήταν επιπλέον
και ιδιαίτερα
παρατηρητικό. Εδώ
και έναν χρόνο,
κάθε φορά που έβγαινε
έξω με τη
μητέρα,
συνήθιζε να
επιλέγει
κάποιον
άνθρωπο από το
πλήθος και να
τον ακολουθεί
με το βλέμμα
για όσο αυτό
ήταν δυνατό.
Έναν
πολυάσχολο
κύριο, για
παράδειγμα, με
γραβάτα και
κουστούμι που
μιλούσε για
δουλειές στο
κινητό του. Ή μια
κοπέλα που
κοιτούσε αφηρημένα
έξω από το
παράθυρο του
λεωφορείου. Ή κάποιον
ηλικιωμένο,
συνήθως με
βλοσυρό ύφος, ο
οποίος περπατούσε
άσκοπα στον
δρόμο
επιμένοντας να
παραμερίζουν
οι υπόλοιποι
για να περάσει. Υπάρχουν
πολλοί τύποι
ανθρώπων. Κάθε
φορά το αγόρι
έψαχνε και
κάποιον
διαφορετικό
για αυτήν την
ιδιότυπη
παρακολούθηση.
Του άρεσε
μάλιστα να μαντεύει
την
οικογενειακή
τους
κατάσταση, το
επάγγελμά
τους, να κάνει
και σενάρια
για τις ζωές
τους: ποιοι
ήταν στ
αλήθεια, από
πού
ερχόντουσαν,
πού πήγαιναν.
Τους κοίταζε
διακριτικά,
φαινομενικά
αδιάφορα, αλλά
με απίστευτη
εσωτερική
προσήλωση: δεν
ήθελε να χάσει
την παραμικρή
λεπτομέρεια.
Ήξερε πως θα
έχει μονάχα
λίγα λεπτά της
ώρας για να
τους
παρατηρήσει,
πως ανά πάσα
στιγμή μπορούσαν
να χαθούν
οριστικά από
τη ζωή του· έπρεπε,
λοιπόν, να
πάρει σε
ελάχιστο
χρόνο όλες τις
αποφάσεις του
για εκείνους
τους
περαστικούς
και για τις
ζωές τους. Και
όταν
πρόφταινε να φτιάξει
μιαν ιστορία
για αυτόν που
είχε επιλέξει,
ένιωθε
ικανοποίηση
την πιο έντονη
ικανοποίηση της
μέχρι τότε
ζωής του. Σαν να
είχε
δημιουργήσει κάτι
σαν σχέση
έναν, έστω
νοερό, δεσμό.
Το αγόρι
είχε
καταπληκτική
μνήμη οι
δάσκαλοί του
τον θαύμαζαν
για αυτήν. Έτσι
δεν ξέχναγε ποτέ
όλους αυτούς τους
τυχαίους
περαστικούς
μάλιστα τους
είχε δώσει και
ονόματα, και
συχνά πυκνά
φανταζόταν τη
συνέχεια της
ζωής του. Και κατά
κάποιον τρόπο,
ένιωθε πως
όλοι οι
άνθρωποι που
είχε ακολουθήσει
με τα μάτια ήταν
μια παράξενη προσωπική
συλλογή το πιο
δικό του
πράγμα που
είχε ποτέ. Ήταν
οι άνθρωποί
του. *** Εκείνο,
λοιπόν, το
πρωινό της μεγάλης
Παραμονής, το
αγόρι, καθώς
ακολουθούσε
τη μητέρα του
στην αγορά, έψαχνε
τον επόμενο άνθρωπό
του. Μα ήταν
παράξενη
εκείνη η μέρα
με τη γιορτινή
βοή της.
Κανένας από
τους χιλιάδες
ανθρώπους δεν
μπορούσε να
στεριώσει στο
μάτι του παιδιού.
Πρώτη φορά του
τύχαινε αυτό: οι
άνθρωποι
γλιστρούσαν
από μπροστά
του σαν ίσκιοι.
Θαρρείς μια
ακατανόητη
δύναμη να τον
εμπόδιζε να
διαλέξει τον
δεσμό του. Το
αγόρι
προσπάθησε να
αντιμετωπίσει
αυτό που του συνέβαινε.
Σκέφτηκε πως
εκείνη τη μέρα
δεν ήταν
γραφτό να συναντήσει
έναν άνθρωπο.
Ίσως να
έφταιγε η
γιορτή. Ίσως το
κακό μάτι όπως
έλεγε η γιαγιά
του. Ίσως το
πιθανότερο να έφταιγε
εκείνος που
δεν μπορούσε
να
συγκεντρώσει
το μυαλό του
εκείνες τις
μέρες. Τότε
έγινε το
απρόσμενο.
Πίσω από ένα
πλήθος που
συνωστίζονταν
έξω από ένα
μεγάλο κατάστημα,
με προσφορές
ειδικά για τη μέρα,
το αγόρι είδε
ένα κορίτσι.
Για την
ακρίβεια είδε για
μερικά δευτερόλεπτα
την πλάτη ενός
κοριτσιού τα
λερά μαλλιά
της πάνω σε μια
μονόχρωμη
μπλούζα. Πάλεψε
να δει το
πρόσωπό της·
δεν το κατάφερε.
Ο κόσμος
μπροστά του συνωθούνταν
για να
προλάβει την επόμενη
προσφορά.
Πάλεψε να μην
χάσει την
εικόνα του
κοριτσιού μα
δεν το
κατάφερε. Του
έμεινε μονάχα
μια πλάτη πίσω
από το συγκεντρωμένο
πλήθος. Μια
πλάτη ενός
κοριτσιού που χάθηκε
όπως το
πέταγμα μιας
πεταλούδας. *** Το
ανθρώπινο
μυαλό είναι αλλόκοτα
εύφλεκτο
υλικό. Τόσα
πρόσωπα είχαν
περάσει
μπροστά από τα
μάτια του
αγοριού
εκείνη την
μέρα, ωστόσο το
μυαλό του πήρε
φωτιά από την
πλάτη ενός
κοριτσιού. Τα
λιγοστά
δευτερόλεπτα
άρκεσαν για να
σχηματιστεί
μέσα του η ιστορία. Το
δίχως άλλο
ήταν ένα
κορίτσι
ορφανό, που το
είχαν φέρει
από μια ξένη
χώρα για να
ζητιανεύει
στους δρόμους.
Της δίνανε
χαρτομάντιλα
για να γυρίζει
σε μαγαζιά και καφετέριες
και να τα
«πουλάει» στους
θαμώνες. Δεν
είχε κανέναν
δικό της: έμενε
σε ένα
διαμέρισμα-αχούρι
μαζί με άλλα
παιδιά που τα
είχαν φέρει
από τις γύρω χώρες
για αυτή τη
δουλειά. Με μια καρότσα τα
ξεφόρτωναν το
πρωί στην ίδια καρότσα τα
μάζευαν αργά
το βράδυ. Και
τότε το αγόρι
σκέφτηκε κάτι
ανακόλουθο με
την ηλικία του: πως
εκείνη την
μέρα της Παραμονής
ακριβώς για να
εκμεταλλευτούνε
το παλιό
παραμύθι
δώσανε σε
κείνο το
κορίτσι να
πουλήσει όχι
χαρτομάντιλα
μα σπίρτα. Κι
ακόμη
σκέφτηκε πως
αν, λόγω της
πρωτόγνωρης
για αυτήν
κοσμοσυρροής
της ημέρας,
έχανε το
ραντεβού της
από εκεί που θα
την μάζευαν, θα
ξέμενε μόνη
μέσα στη
χιονισμένη
νύχτα. *** Όλα αυτά
το αγόρι τα
σκέφτηκε (ή
σωστότερα: τα αποφάσισε),
ενώ συνέχισε
να ακολουθεί τη
μητέρα. Εκείνη
τάχυνε το βήμα
της για να
αποφύγει την
πολυκοσμία
του
πολυκαταστήματος
και ο γιος της,
καλά
εξασκημένος,
έμεινε
σταθερά πίσω
της, στο μισό
μέτρο. Έστριψαν
στη μεγάλη
λεωφόρο για να
πάνε στον
επόμενο
προορισμό τους.
Δίχως να
μειώσει το
βήμα του το
αγόρι άρχισε
να στρέφει το
βλέμμα του στους
αμέτρητους
ζητιάνους που έστεκαν
στις γωνιές,
ιδίως σε όσους
κάτω από τις
κουρελιασμένες
κουβέρτες είχαν
παιδιά (τα
παιδιά πάντοτε
προκαλούν την
ελεημοσύνη
περίπου την
επιβάλουν).
Στην αρχή
έριχνε μια
διακριτική
ματιά. Συχνά
όμως οι
άνθρωποι μπαίνουμε
μέσα στο
ποτάμι του
εαυτού μας. Σιγά-σιγά
το βλέμμα του γινόταν
όλο και πιο
ευθύ. Όλο και
πιο
απροκάλυπτο. Κι όλοι
ξέρουμε τι γινότανε
εκείνη την ώρα:
ανάμεσα στα εξαθλιωμένα
πρόσωπα των
απελπισμένων το αγόρι έψαχνε
εκείνο
το κορίτσι με
την πλάτη και
τα λερά μαλλιά. Αυτό
που ήταν να
ξεχαστεί
ολομόναχο
στην παγωμένη
νύχτα. Η μητέρα
κοντοστάθηκε.
Ο γιος της δεν
την είχε
συνηθίσει να
κοιτάει έτσι. Ήξερε
πως ήταν ένα υπερδιανοητικό
αγόρι. Ήξερε πως
σκέφτεται
σύνθετα πολύ
πιο σύνθετα
από
οποιοδήποτε
άλλο παιδί της
ηλικίας του.
Όλοι της το έλεγαν:
ο γιος της ήταν
μια ιδιοφυία.
Με λίγη
προσοχή και
λίγη τύχη ο
κόσμος θα
γινόταν δικός
του. Αρκεί να
μην έσπαζε. Κάποιος
ειδικός επιστήμονας
της είπε πως τα υπερδιανοητικά
παιδιά
διατρέχουν
αυτόν τον
κίνδυνο. Να μην
αντέξουν τη
στιλπνότητα
των
συλλογισμών
τους και να
καταρρεύσουν.
Να μην
αντέξουν το ίδιο
τους το μυαλό
και να σπάσουν. *** Η
μητέρα, λοιπόν,
είχε το νου της.
Έπρεπε να προφυλάγει
τον γιο της από
τις στιλπνές
σκέψεις του.
Έπρεπε να
φαντάζεται
και να
προβλέπει
κάθε διαδρομή
του μυαλού του.
Ήταν ο γιος της,
η αγάπη της. Τον έπιασε
από τον ώμο.
«Κοιτάζεις
τους φτωχούς,
έτσι; Είναι
σπουδαίο που
τους συμπονάς
Είμαστε
άνθρωποι και
πρέπει να
συμπονούμε
Κι
αυτοί είναι
συνάνθρωποί
μας, θα
μπορούσαμε
στη θέση τους
να ήμασταν
εμείς.» Το
αγόρι έμενε
σιωπηλό και
ανέκφραστο.
Δεν συνήθιζε
να μιλάει σε
αυτές τις
περιπτώσεις. Τα
λόγια της μητέρας
ακούγονταν
σαν πέτρες στο
μάρμαρο. «Όμως
το ξέρεις,
αγάπη μου, στη
ζωή υπάρχουν
αδικίες. Ναι,
είναι κρίμα τα
παιδιά να
δουλεύουν
στους δρόμους.
Μα δεν
μπορούμε να
ακυρώσουμε
εμείς το κάθε
άδικο
Σκέψου
πως οι ίδιοι γονείς
τους βγάζουν
τα παιδιά στο
δρόμο. Και μάλιστα
τα αφήνουν
εξεπίτηδες
γυμνά μέσα στο
κρύο. Για να συγκινήσουν
τους
περαστικούς.» Η
μητέρα ένιωσε
πως δεν είχε να
πει κάτι
περισσότερο.
Ανήσυχη,
χάιδεψε
βιαστικά το
μάγουλο του
αγοριού, τον
έπιασε από το
χέρι και τον
πήγε να
περπατήσουν
από το
απέναντι
πεζοδρόμιο
εκεί όπου ο Δήμος
δεν επέτρεπε
ζητιάνους
στην πρόσοψη
των μαγαζιών. *** Κάποτε
ήρθε το
σούρουπο.
Πάντοτε
έρχεται το
σούρουπο. Στις
πολύβουες
πολιτείες.
Στις ιστορίες
που αφηγούμαστε.
Στις ζωές των
ανθρώπων. Αν το
σκεφτεί
κανείς, ίσως να
έρχεται για να
δώσει μια
σωτήρια λύση
στο μεγάλο
ανθρώπινο
αίνιγμα. Ναι, σουρουπώνει. Φυσικά
αυτοί είναι
συλλογισμοί
που
απασχολούν
τους
φιλοσόφους. Το συγκεκριμένο
σούρουπο
βρήκε το αγόρι
της ιστορίας
μας στο σπίτι
του και την
οικογένεια σε
αναβρασμό. Οι
γονείς του
κάνανε τις
τελευταίες
προετοιμασίες
για το τραπέζι
της Παραμονής.
Θα ερχότανε ο
παππούς και η
γιαγιά, οι
θείοι και οι
θείες για να
γιορτάσουν όλοι
μαζί τον
ερχομό του
καινούριου
χρόνου. Όλη η οικογένεια
θα ήταν μαζί.
Ενωμένη. Η
μητέρα
ετοίμαζε τα
φαγητά και έστρωνε
τα σερβίτσια
στο τραπέζι. Ο
πατέρας
μετέφερε τα
δώρα κάτω από
το δέντρο,
έγραψε τις
ευχετήριες
κάρτες, φρόντισε
τα λουλούδια. Το
αγόρι
περίμενε. Είχε
αφήσει πίσω
του την συνάντηση
του πρωινού.
Προφανώς ήταν
κάτι μάταιο,
αδιέξοδο όλο
αυτό. Δεν
μπορούν να
υπάρξουν
νοεροί δεσμοί
όλο αυτό
είναι μια
παιδική
αυταπάτη. Δεν είχε
δει ούτε το
πρόσωπό της.
Μόνο μια πλάτη. Δεν
της είχε δώσει
καν ένα όνομα
όπως έκανε σ
όλες τις άλλες
περιπτώσεις. Και
η ιστορία με το
σπίρτα ήταν
απλοϊκή.
Συγκινητική
αλλά απλοϊκή. Η ζωή
είναι πιο
σύνθετη.
Και πιο
απαιτητική. Κι
έρχεται
συνεχώς
έρχεται. Αυτά,
λοιπόν, με το
αγόρι της
ιστορίας μας.
Είχε φορέσει
τα καλά του και
περίμενε τη
μεγάλη γιορτή. *** Το
βράδυ όλα στο
σπίτι ήταν έτοιμα
για το τραπέζι.
Ο παππούς και η
γιαγιά ήρθαν
γεμάτοι με δώρα
το ίδιο και οι
θείοι και οι
θείες. Κάθισαν
στο τραπέζι, αλληλοευχήθηκαν,
κάνανε τις απαραίτητες
ανακοινώσεις
που
συνηθίζονται
σε αυτά τα
τραπέζια. Μία
από τις θείες
περίμενε παιδί:
δάκρυα
ενθουσιασμού
από τους
παππούδες και
τα άλλα
αδέλφια,
επιφωνήματα,
νέες ευχές. Το
γεύμα ήταν
υπέροχο
φυσικά. Τα κρέας
καλοψημένο, το
ποτό
μεθυστικό, το
γλυκό ολόφρεσκο.
Κατόπιν ήρθε η
σειρά των
δώρων: το αγόρι
της ιστορίας
μας ως το
μοναδικό παιδί
της
οικογένειας
είχε φυσικά τη
μερίδα του
λέοντος.
Παιχνίδια,
βιβλία, ρούχα
και από τους
παππούδες
έναν
ολοκαίνουριο
υπολογιστή. Το
αγόρι πήγε να
ευχαριστήσει
μα δεν το
άφησαν. Για ένα
μυαλό σαν το
δικό του κάθε
δώρο ήταν
μικρό, είπαν
Από αυτόν όλη η
οικογένεια
περίμενε το
καλύτερο. «Εκτός
των άλλων
είναι και πολύ
ευαίσθητο
παιδί», είπε η
μητέρα. «Σήμερα
το πρωί στον
δρόμο
κοιτούσε με
συμπόνια τους
δυστυχισμένους
ζητιάνους στη
μεγάλη
λεωφόρο...
Χρειάστηκε να
τον πάω στο
απέναντι
πεζοδρόμιο για
να ξεκολλήσει
το βλέμμα του.»
Γύρισε το
βλέμμα της
προς τον άντρα
της, ζητώντας ανήσυχη
μια βοήθεια. Ο πατέρας
είπε
ανάβοντας το
τσιγάρο του με
τον χρυσό
αναπτήρα: «Στ
αλήθεια είναι
σπουδαίο
πράγμα να συμπονούμε
τους φτωχούς.
Δείχνει την
ανθρωπιά μας, τον
πολιτισμό μας
Αλλά δεν
πρέπει να το
παίρνουμε βαριά
Ας μην ξεχνάμε
πως κρίνουμε
άθλια τη ζωή
τους εμείς, με
τα δικά μας
μέτρα και
σταθμά μα οι
ίδιοι την
θεωρούν
απολύτως
φυσιολογική.
Επιπλέον, αν το
δει κανείς
ιστορικά, οι
φτωχοί δεν
ήταν ποτέ
αδύναμη μάζα ή
είδος υπό
εξαφάνιση το
αντίθετο. Με έναν
μυστηριώδη
τρόπο, οι
φτωχοί
επιζούν, πολλαπλασιάζονται,
πληθαίνουν
ολοένα...» «Σιγά-σιγά
βγάλε τα
ποτήρια της
σαμπάνιας
» είπε
η γιαγιά προς
την κόρη της
«Πλησιάζει η
ώρα της
αλλαγής
» *** Πράγματι
τα ακριβά
ποτήρια
μοιράστηκαν
στα χέρια
μάλιστα ένα από
αυτά κατέληξε για
πρώτη φορά στα
χέρια του
αγοριού. Ήταν
μεγάλος πια
και μπορούσε
να πιει δυο
δάχτυλα από τη
σαμπάνια των
μεγάλων. Τα
μεγάλα φώτα
έσβησαν
έμειναν μόνο
τα βοηθητικά.
Ήταν η ώρα που
σε όλα τα
σπίτια της
πολύβουης
πολιτείας θα
άρχιζαν να
μετράνε
ανάποδα. Στο
μηδέν τα φώτα
θα άναβαν. Ο
πατέρας θα
τίναζε τον
φελλό της
σαμπάνιας στο ταβάνι.
Την ώρα
της
αντίστροφής
μέτρησης το
αγόρι γύρισε το
βλέμμα του
στον χώρο. Ήταν
κίνηση
προφανώς μηχανική,
δεν υπήρχε
τίποτε
συγκεκριμένο
που έψαχνε να
δει. Μα καθώς η
ματιά του πέρασε
από το
παράθυρο, σκάλωσε. Με την
άκρη του
ματιού του
νόμισε πως είδε
κάτι πίσω
από το τζάμι
κάτι
ανεπαίσθητο. Για
ένα
δευτερόλεπτο. Ίσως
και λιγότερο. Οι
αναγνώστες της
ιστορίας μας είναι
βέβαιοι πως αυτό
το κάτι
στο τζάμι του
παραθύρου
ήταν ένας
αντικατοπτρισμός
από τα
πυροτεχνήματα
κάποιων
βιαστικών. Ή τα
φώτα ενός
ξεχασμένου αυτοκίνητου.
Ή και τίποτα. Ωστόσο το
αγόρι της
ιστορίας μας σε
εκείνο το
τζάμι είδε ή νόμισε
πως είδε το
πρόσωπο του
κοριτσιού. *** Ο
χρόνος άλλαξε.
Το τραγούδι το
γνωστό
τραγούδι
ακούστηκε. Η
σαμπάνια σερβιρίστηκε
στα ακριβά
ποτήρια.
Ευτυχισμένος
ο καινούριος
χρόνος.
Ανταλλάχτηκαν
φιλιά και
ευχές τα πιο
εγκάρδια
λόγια που θα
μπορούσαν να
υπάρξουν. Το
αγόρι δέχτηκε
τις
περισσότερες
ευχές μαζί βέβαια
με την
εγκυμονούσα
θεία. Τις
άκουσε
προσπαθώντας
να κρατήσει το
χαμόγελό του, αντάλλαξε
αμήχανος τα
φιλιά, έκανε πως
ήπιε λίγη από
τη σαμπάνια
(που έτσι κι
αλλιώς τον αηδίαζε).
Και καθώς οι
μεγάλοι
άρχισαν να
συζητούνε και
πάλι, εκείνος
αθόρυβα
προχώρησε
προς το
παράθυρο. Με το
χέρι του
σκούπισε το
χνώτο από ένα
σημείο. Μια
τρύπα σαν
γροθιά
σχηματίστηκε
στο τζάμι. Από
εκεί μπορούσε
να δει έξω. Και τότε το
αγόρι είδε.
Κάποιοι θα
πουν πως είδε αυτό
που υπήρχε. Άλλοι
θα επιμείνουν
πως είδε
αυτό που είχε
να δει. *** Ήταν πράγματι
ένα κορίτσι
στην άκρη του
δρόμου. Ένα ζητιανάκι
δέκα χρονών. Ή
έντεκα. Φορούσε
βρομερά ρούχα,
παντελόνι και
μπλούζα. Και
μια μπλούζα.
Μόνο μια
μπλούζα με τέτοιο
κρύο. Το αγόρι
πίσω από το τζάμι
θυμήθηκε τα
λόγια της
μαμάς του. Πως
τα παίρνουν τα
παιδιά και τα
βγάζουν εξεπίτηδες
γυμνά μες στο
κρύο. Για να συγκινήσουν
έτσι τους
περαστικούς. Μα το
κορίτσι δεν
είχε κανέναν
γύρω της να συγκινήσει.
Ούτε στεκόταν
πια μπροστά
στο παράθυρο,
δεν πάλευε να
δει μέσα στο σπίτι.
Είχε καθίσει
με την πλάτη
στον τοίχο. Το
πρόσωπο της
ήταν λευκό. Σαν
να μην είχε διόλου
αίμα. Σαν να του ρούφηξαν
το αίμα. Σαν να
είχε μόνο ψυχή
κάτω από το
δέρμα. Και φυσικά
δεν θα
αναρωτηθούμε
για τη
συνέχεια
Είναι
φορές που όλοι
γνωρίζουμε τη
συνέχεια. Το
μικρό κορίτσι
κρατούσε στα
χέρια του ένα
κουτί σπίρτα. Ένα
κορίτσι που
πουλά
σπιρτόκουτα
παραμονή
πρωτοχρονιάς
είναι πρώτα απ
όλα μια
σίγουρη
είσπραξη. Και πράγματι
η μικρή είχε χαθεί.
Στις πέντε το
απόγευμα που
πέρασε το
αμάξι για να
την πάρει δεν
ήταν εκεί. Προσέχοντας
να μην τον αντιληφθούν
από το σπίτι το
αγόρι τής
έκανε ένα συγκρατημένο
νόημα. Μα αυτή
δεν τον έβλεπε
δεν μπορούσε
να τον δει. Αυτή
άναβε τα
σπίρτα. Το ένα
μετά το άλλο. Και
χαμογελούσε.
Έβλεπε
οράματα μέσα
στη φλόγα του
σπίρτου.
Γύρευε ένα
δικό της
άνθρωπο.
Γύρευε έναν δεσμό. Και τότε
το αγόρι
ονειρεύτηκε. *** Ονειρεύτηκε
πως ζύγωνε το
πρόσωπο του
κοριτσιού. Πως έφτασε
κοντά της. Πως
το κορίτσι
σήκωσε το
κεφάλι της κι
έστρεψε τα
μάτια της πάνω
του. Πως
κοιτάχτηκαν καταπρόσωπο. Πως
γίνανε ο ένας
εικόνα στο
βλέμμα του
άλλου. Δεν
χρειάζεται να
το
βασανίσουμε πολύ.
Στο χνώτο του
παραθύρου, μέσα
στον μεγάλο
πολύβουο
κόσμο, μέσα στο
μεγάλο πόλεμο
των ανθρώπων, το αγόρι ονειρεύτηκε
την αγάπη. *** «Τι
βλέπει ο
μικρός μας;»
ρώτησε η
μητέρα. Ο
μικρός δεν
απάντησε. Η
μητέρα δεν
απόρησε. Ήταν
γενικά λιγομίλητος
ο γιος της. «Άσε
το παιδί να
ονειρευτεί
στο παράθυρο
»
είπε η γιαγιά.
«Όλα τα παιδιά
ονειροπολούν
στο χνώτο του
παραθύρου
Βλέπουν
μακρινές
θάλασσες,
πελώρια καράβια,
εξωτικά νησιά
Πάντοτε είναι
χρήσιμο ένα χνωτισμένο
τζάμι στα
παιδιά: σε αυτό
βλέπουν όλα
αυτά που πρέπει
να
φαντάζονται
για να μην τα
γυρεύουν στην
πραγματική
τους ζωή.» Ήταν
μια σοφή
γιαγιά
παρόμοια σοφή
με όλους τους
σοφούς που
κατασκεύασαν
τις πιο
αλάθητες
κλειδαριές
του κόσμου. Τότε το
αγόρι της
ιστορίας μας
σκέφτηκε πως
μπορούσε να το
κάνει. Ναι, το
μπορούσε. Θα
έπαιρνε το
μεγάλο
ανθοδοχείο, ή
το ασημένιο
κηροπήγιο. Ή τη σταχτοθήκη,
την κρυστάλλινη
βαριά σταχτοθήκη.
Κάποιο από
αυτά τα βαριά
αντικείμενα
θα έπιανε στο
χέρι μάλλον τη σταχτοθήκη. Θα την
πετούσε στο
τζάμι και θα το
θρυψάλιαζε. Οι
γονείς του, οι
παππούδες του,
τα αδέλφια, τα
ξαδέλφια, οι
θείοι θα τον
κοιτούσαν
έκπληκτοι. Η
οικογένεια θα
ταραζόταν. Μα η
παγωνιά της
νύχτας θα
έμπαινε στο
ζεστό δωμάτιο.
Ή και: η
ευλογημένη
αγριότητα της
νύχτας θα
καθάριζε τη
ρυπαρή
ευτυχία του
δωματίου. Και πλέον
τίποτε δεν θα
τον χώριζε από
το κορίτσι. Θα
δρασκελούσε
το περβάζι, θα
πηδούσε στα
κάγκελα και θα
κατέβαινε στο
πεζοδρόμιο θα
το κατάφερνε,
δεν ήταν κάτι
τόσο δύσκολο.
Θα πήγαινε
κοντά της, θα
κοίταζε μέσα
στα μάτια της.
Και τότε το
κορίτσι θα τον
έβλεπε. Θα
γίνονταν στ
αλήθεια ο ένας
εικόνα στο βλέμμα
του άλλου. Θα γίνονταν δεσμός. Κι έπειτα
θα άναβαν
μονομιάς όλα
τα σπίρτα. Και
μαζί με αυτούς
θα άναβαν και
οι ίδιοι. Τα
κορμιά των
ανθρώπων και
τα μυαλά των
ανθρώπων
είναι
εύφλεκτο υλικό.
Οι φλόγες θα
φούντωναν. Θα γινόταν
φωτιά
Πια δεν
θα βλέπανε κάτι θα
γινότανε οι
ίδιοι κάτι.
Θα ενώνονταν·
ένα αγόρι από
το ζεστό σπίτι,
ένα κορίτσι από
το παγωμένο
πεζοδρόμιο. *** Η
μητέρα τον
έπιασε από τον
ώμο. «Είναι η ώρα
για ύπνο, μικρέ
μου». Η ώρα για
ύπνο για τον
μεγάλο ύπνο
που διακόπτεται
από
μικρότερους
ύπνους. Ο
κόσμος είναι
μια αναμονή. Τίποτε
περισσότερο
δεν θα
μπορούσε να
γίνει από την
ελάχιστη
στιγμή μέσα
στην αναμονή.
Κατόπιν όλα
κλείνουν.
Σφαλίζουν.
Είναι η ώρα για
ύπνο. Το
αγόρι
κοντοστάθηκε.
Με την παλάμη
του είχε ήδη χουφτιάσει
την
κρυστάλλινη σταχτοθήκη.
Την κρατούσε.
Κανένας δεν θα
πρόφταινε να
τον
σταματήσει.
Τώρα θα την πετούσε.
Τώρα. Μα τότε
ακούστηκε η
φωνή της
μητέρας ήταν
τόσο γλυκιά η
φωνή της
μητέρας. «Ξέρω,
μαγεύτηκες
από το χνώτο
του παραθύρου. Μα
μην ανησυχείς: κάθε βράδυ
του χειμώνα χνωτίζει
το παράθυρό
μας. Έλα
» Στ αλήθεια,
τα παράθυρα χνωτίζουν.
Κάθε βράδυ του
χειμώνα. Κάθε
βράδυ των
αιώνων. Τα παράθυρα
χνωτίζουν.
Η ζωή είναι ένα
πράγμα
ακατανόητο. Μα
συμβαίνει κάθε
βράδυ. Και ο
θάνατος μαζί
με τη ζωή κι
αυτός. Ο
θάνατος κάθε
βράδυ. Το αγόρι
σηκώθηκε,
περπάτησε. Το
χέρι του
παγερό άφησε
τη σταχτοθήκη.
Περπάτησε,
φίλησε τη
γιαγιά και τον
μπαμπά και
τους θείους.
Καλή χρονιά
και
ευτυχισμένος
ο καινούριος
χρόνος. Ύστερα
μαζί με τη μαμά
ανέβηκε τις
σκάλες. Δεν
έχασε ούτε ένα
βήμα της. Μέσα
στον μεγάλο
πολύβουο κόσμο
το αγόρι
ακολουθούσε. Φόρεσε τις
πιτζάμες του. Η
μαμά επέβλεπε
όπως πάντοτε.
Το παιδί
ξάπλωσε. Στη
νύχτα που
ερχότανε το κορίτσι
θα πέθαινε για
πάντα το τζάμι
του παραθύρου
θα τους χώριζε
για πάντα.
Πλέον του
απέμενε μονάχα
μία επιλογή
μονάχα μία
δυνατότητα
ένωσης. Μέσα
στη νοερή ζωή
του, μέσα στον
κόσμο των
νοερών δεσμών
του, το αγόρι
μπορούσε να
πάρει μια
αληθινή
απόφαση. Μια
μόνη αληθινή
απόφαση. Η
μητέρα έσκυψε
και το φίλησε.
Καλή χρονιά,
αγάπη μου. Το
φως έσβησε.
Καληνύχτα. *** Την
άλλη μέρα
ξημερώνει μια
αληθινά
γιορτινή
Πρωτοχρονιά. Η
μητέρα έχει
σηκωθεί από
νωρίς. Ζυγώνει
το παράθυρο. Η
πόλη είναι κάτασπρη.
Το χιόνι
εξακολουθεί.
Το χιόνι σκεπάζει
τον πόλεμο και
τις πληγές μας.
Οι διαβάτες
φοράνε τα καλά
τους,
πηγαίνουν σε
επισκέψεις για
να ανταλλάξουν
δώρα και ευχές. Έξαφνα
η μητέρα
βλέπει. Κάτι
είχε γίνει στο
πεζοδρόμιο. Ένα
αυτοκίνητο
του Δήμου
φτάνει. Οι
υπάλληλοι
βγαίνουν έξω. Προφανώς
ήταν κάτι
ασήμαντο
ειδάλλως θα άκουγε
τις σειρήνες.
Σε πολύ λίγο οι
δημοτικοί
υπάλληλοι
επιστρέφουν
κρατώντας ένα
φορείο
σκεπασμένο με
κουβέρτα. Ένα
μικρό φορείο.
Κάποιο ατύχημα
προφανώς. Ήταν μια
σύντομη
παρένθεση. Ο
κόσμος
συνέχισε να
πηγαίνει στις καθιερωμένες
επισκέψεις
της
Πρωτοχρονιάς.
Η μητέρα
ανεβαίνει στο
δωμάτιο του
γιου της. Ο
μικρός κοιμάται.
Ανέκφραστος.
Μήτε μια
σύσπαστη των
χειλιών. Μέσα στον
μεγάλο
πολύβουο
κόσμο το παιδί
κοιμάται. Η
μητέρα
ησυχάζει. Η ζωή
συνεχίζει. Η ζωή
συνεχώς έρχεται. Μα κανένας κανένας
σου λέω δεν μπορεί
να υποψιαστεί
τον θάνατο
εκείνου του
αγοριού. Το
βιβλίο Το
αγόρι πίσω απ
το τζάμι Το
αγόρι πίσω απ
το τζάμι ολοκληρώθηκε
το καλοκαίρι
του 2011 και
ζωγραφίστηκε
από την Έλλη Γρίβα
με μεικτή
τεχνική (μολύβι,
πένα, κόκκινη
και μαύρη
ακρυλική
μπογιά) το φθινόπωρο
της ίδιας
χρονιάς. Εκδόθηκε
σε έγχρωμο
βιβλίο 64 σελίδων
σε λευκό χαρτί velvet των
Κείμενο
και εικόνες
διατίθενται για
κάθε χρήση, ελεύθερα
από κάθε
«πνευματικό
δικαίωμα». Η
ηλεκτρονική έκδοση
του βιβλίου, ακριβώς
όπως τυπώθηκε,
είναι αυτή: http://issuu.com/diapyron/docs/agori_flash |
|