Θανάσης Τριαρχίδης

 

 

 

Η ψωλοσυλλέκτρια

ή

όταν εμφανίζεται η Βεατρίκη

 

 

 

 

 

Ανέβαιναν, λοιπόν, ο Δάντης κι ο Βιργίλιος

σ’ εκείνο το βουνό το Purgatorio,

λίγο τούς έμενε να φτάσουνε στην κορυφή,

να φτάσουνε επιτέλους στον Paradiso

σ’ αυτόν που περιμένει όλους τούς καλούς κι ακόλαστους ανθρώπους

σαν και του λόγου μας…

 

Κι όπως βαδίζανε γυρίζει και του λέει

ο Ντάντε τού Δασκάλου του:

«Αχ, Δάσκαλε, να σου το πω ειλικρινά,

ψιλοβαρέθηκα,

πρώτα στην Κόλαση τα ίδια και τα ίδια,

τέρατα, φωτιές, βασανιστήρια, φρίκες και πάλι φρίκες,

τώρα στο Καθαρτήριο, πλατώματα, κόντρα πλατώματα,

τσούρμα διαφόρων που καθαρίζονται,

δε λέω, όλ’ αυτά κάνουν εντύπωση μεγάλη,

και για τους αναγνώστες μου είναι λίρα εκατό,

μα πες μου, εγώ πού είμαι σ’ όλα αυτά;

Βαρέθηκα να βλέπω εδώ, ν’ ακούω εκεί,  

να είμαι ο παρατηρητής που δεν αγγίζει,

διψάω για λίγη πράξη, ρε γαμώτα

Άντε να ελπίσουμε πως στον Παράδεισο

θα έχει και κάτι πιο εξειδικευμένο για μένανε,

κάτι πιο ραμμένο πάνω μου, αν με καταλαβαίνεις»

 

Τον κοίταξε θλιμμένος ο Βιργίλιος:

«Πολύ λυπάμαι, καλέ μου Δάντη,

που δε σε χόρτασαν τα όσα είδες,

στόρι καλύτερο απ’ αυτό δεν υπάρχει στην πιάτσα –

ελπίζω τουλάχιστον οι αναγνώστες σου

ν’ απομείνουνε πιο ευχαριστημένοι από σένα…

Κι όσο για τον Παράδεισο,

διόλου δεν ξέρω τι θα βρεις

δε θα σ’ ακολουθήσω…

Βλέπεις, εγώ δεν είμαι βαφτισμένος εν Χριστώ,

τι κι αν με λένε προ Χριστού Χριστιανό –

αυτό που μετράει είναι αν είσαι προ- ή αν είσαι μετά-

κι εγώ, αλίμονο, είμαι στους προ-…

Άρα σε πολύ λίγο θα σ’ αφήσω:

μόλις πατήσουμε στην κορυφή σε χαιρετώ –

δικαίωμα για παραπέρα δεν έχω…

Όσο για σένανε, άλλος θα σ’ οδηγήσει στον Παράδεισο,

θα ’χει φροντίσει ο Κύριος, δε μπορεί…»

 

Μα μόλις φτάνουνε στην κορυφή,

έτοιμοι να πιάσουν τους αποχαιρετισμούς και τα τοιαύτα,

ευθύς εμπρός τους βλέπουνε μιαν σκέτη ισιάδα

και σύννεφο πουθενά να μεταφέρει τον ενάρετο επισκέπτη,

μήτε καν κάποια σκάλα για να ανεβεί μονάχος του.

Και πριν προλάβουν ν’ αναρωτηθούν οι δυο τους τι και πώς,

τσουπ, φάτσα κάρτα βγαίνει απέναντί τους

μία γυναίκα τρομερή.

 

Ήταν γυμνή, θεόρατη, με ξεραμένα αίματα στη σάρκα,

και το τρομερότερο: στάζαν τα μάτια της σαν σε κοιτούσε·

οι ρώγες της πιο μαύρες κι απ’ την πίσσα,

τα νύχια της κυρτά, έτοιμα για δουλειές μεγάλες…

Και τα μαλλιά της ήταν κατακόκκινα,

πλεγμένα σε πολλές μακριές πλεξίδες,

κι οι μουνότριχές της κι αυτές πλεγμένες,

και μακριές ίσαμε δυο παλάμες

Κι από το λαιμό της κρέμονταν ένα κολιέ

που είχε περασμένα πάνω του

πάρα πολλά, σχεδόν αμέτρητα, κομμάτια σάρκας ματωμένα –

τι να ’ταν άραγε;

 

Μόλις την είδε ο Βιργίλιος πισωπάτησε,

κάποιος λάθος θα έγινε προφανώς…

Α, όλα κι όλα, αυτός ο επισκέπτης ήταν για τον Paradiso

και τούτη δώ η τύπισσα φαινόταν

να το έχει σκάσει απ’ αλλού

Μα ενώ ο μέγας ποιητής της Ρώμης έψαχνε τι συμβαίνει,

έξαφνα είδε τον Δάντη, γεμάτον έξαψη ιερή,

να προφέρει μέσα απ’ τα φυλλοκάρδια του ένα όνομα:

«Βεατρίκη…»

 

Τότε η ματωμένη γυναίκα μίλησε –

κι η βουερή φωνή της γέμιζε τ’ αυτιά τους:

«Ποιος να ’σαι εσύ, που ξέρεις τ’ όνομά μου;

Μα τι ρωτάω, προφανώς έρχεστε συστημένοι,

καταλαβαίνω, η φήμη μου προχώρησε,

κι ας έχω λίγα χρόνια πεθαμένη –

α, τι τα θες, ο κόσμος καταλαβαίνει την ποιότητα,

μαθεύτηκε πως κάνω σπέσιαλ περιποιήσεις

και γίνονται κηδείες για την πάρτη μου…

Κοπιάστε παλικάρια μου κι αναθαρρήστε:

σας έφεξε».

 

Κι ενώ έκπληκτος κοιτούσε ο Βιργίλιος,

ο Ντάντε τής μίλησε με λόγια τρεμάμενα από συγκίνηση:

«Α Βεατρίκη, δε με γνώρισες…

Είμαι εγώ, ο Δάντης,

ο πρώτος και παντοτινός σου έρωτας –

που μόνον ο θάνατος μας χώρισε τότε στη Φλωρεντία.

Για να σε βρω, καλή μου, μπήκα στο Μαύρο Δάσος,

πέρασα απ’ την Κόλαση, ανέβηκα το βουνό

και τώρα νά που είμαστε οι δυο μας

έτοιμοι για τον Paradiso…»

 

Τον κοίταξε με τη φοβερή ματιά της η γυναίκα

και μονομιάς ξέσπασε σε γάργαρα γέλια…

«Α, μα το Άγιο Χύσι, αυτό δεν το περίμενα:

ο πρώτος μου ο έρωτας εδώ να με γυρεύει –

εντάξει, κόψε κάτι για το ‘παντοτινός’,

μα τέτοια ώρα, τέτοια λόγια…

Φαίνεται, κακομοίρη μου, σου στοίχησε που δε σε στράγγισα –

κι εδώ που τα λέμε, τι τα ’θελα κι εγώ τα παρθενιλίκια

Ας είναι: εδώ και τώρα έφτασεν η ώρα μας, Νταντούκο,

η ώρα που τα όνειρά σου θα λάβουν εκδίκηση…

Κι εσύ κι ο φίλος σου θα ζήσετε την φλόγα του Παραδείσου:

εμπρός γδυθείτε…»

 

Τότε μίλησε ο Βιργίλιος

(ο Δάντης προφανώς την είχε χάσει τη μιλιά του):

«Ω δεσποσύνη,

καταλαβαίνω πως είστε άγγελος που οδηγεί στον Παράδεισο

και τώρα κάνετε τα τυπικά τεστς

μα εγγυώμαι εγώ για τον φίλο μου,

μήτε αρρώστιες έχει, μήτε ανωμαλίες,

είναι ενάρετος και ηθικός, υπόδειγμα για όλους,

άξιος για τον Παράδεισο πέρα για πέρα…»

 

Κι η Βεατρίκη τού απάντησε του Βιργιλίου

ζυγώνοντάς τον, αναμετρώντας τον

(ω ρε ματιές που έπεσαν, σκέτο φαρμάκι),

αρπάζοντας τον χιτώνα του και σκίζοντάς τον:

«Ποιος τη γαμεί την αρετή σας,

ποιος το γαμεί και το ήθος σας

κι όλες τις μπούφλες που μου τσαμπουνάς…

Μπρος, ξεβρακώθείτε, να δούμε αν έχετε κρέας καλό –

και πάρτε το χαμπάρι,

στον Paradiso δε μαζεύουμε ενάρετους,

στον Paradiso μαζεύουμε τους ψωλαράδες

Χάιντε, λοιπόν, κι αδημονώ

γιατί σε βλέπω να φουσκώνεις στα γεμάτα τα πανιά σου…»

 

Έκανε να ξεφύγει ο Βιργίλιος,

μα ήταν πια η κίνηση του ασθενική

(δηλαδή: τραβάτε με κι ας κλαίω –

βλέπεις, κάτι τέτοιοι σφιχτοκούραδοι και μπαστουνάτοι τύποι,

είναι που βουρλαίνονται με τα ξινά)·

πού να ξεφύγεις με ντεμεκιές απ’ τις τανάλιες τις Βεατρίκης…

Κι έπειτα μασώντας τα λόγια του ο μέγας ποιητής της Ρώμης

της είπε κάτι γκουκ μουκ, ίσα για τα προσχήματα:

«Μα δεσποσύνη, ξέρετε …

εγώ δεν είμαι βαφτισμένος,

με λένε, βέβαια, προ Χριστού Χριστιανό,

αλλά κανένας δε μου έβαλε το λάδι,

γιατί γεννήθηκα προ-…»

 

Μα ποιος τη σταματούσε τώρα τη Μπεατρίς

που του κατέβαζε τα σώβρακα του –

μόλις τον γύμνωσε και είδε το παπάρι του

θόλωσε –ακόμη περισσότερο– το μάτι της

(κι είναι η αλήθεια, για αρχαίος μια χαρά τα πήγαινε ο τύπος):

«Α, μη σε νοιάζουν οι ημερομηνίες, παιδαρά μου,

εγώ θα σε βαφτίσω Χριστιανό εδώ και τώρα,

εγώ θα σου τον δείξω τον Χριστό

ανφάνς, προφίλ και μπρούμυτα και όπως θέλεις· 

με τέτοιο παλούκι μέχρι και τον Άμμωνα Δία σού γνωρίζω,

κι όλες τις φρυγικές θεότητες που δεν τις ξέρει ούτε η μάνα τους –

όλος δικός σου ο Paradiso, ψωλαρά,

και ξάπλω τώρα για μια Δευτέρα Παρουσία…»

 

Και μονομιάς τον πέταξε καταγής

(ολότελα αδιαφορώντας για τον Ντάντε

που παραδίπλα κοίταγε κοκαλωμένος)

κι έπεσε πάνω του ουρλιάζοντας,

χουφτιάζοντας το ορθωμένο το ψωλάρι του

(μωρέ μπράβο σφρίγος ο αρχαίος –

α όλα κι όλα: η Αινειάδα Αινειάδα

κι η καγκελαρία καγκελαρία…).

Κι όπως πασσαλώθηκε η μανιασμένη,

ήτανε οι πλεξίδες του μουνιού της

σαν δόντια τέρατος που τον κατασπάραζαν·

και δώσ’ του πάνω του κουνιόταν,

και με τα νύχια τού ’γδερνε το θώρακα,

ώσπου εκείνος ο αρχαίος, ο προ Χριστού Χριστιανός και τα λοιπά,

κραύγασε σπαρταρώντας «Χύνω, πουτάνα, χύνω…»

Τι ήταν να το πει ο βλογημένος,

«Χύνω κι εγώ!» του ούρλιαξε κι εκείνη

και άρχισε τους φοβερούς σπασμούς της –

αυτούς που αν αρχίσουν ανάβει το ειδικό σηματάκι…

Κι όπως ο σκύλος σκάβει τη γη να κρύψει κόκαλο,

έτσι με τα κυρτά της νύχια

του ’κοβε πια κομμάτια κρέας από το στήθος,

τα αίματα κι οι σάρκες του τινάζονταν μέχρι τον ουρανό

(δηλαδή: όχι πια Δόξα εν Υψίστοις

αλλά αίμα εν Υψίστοις – ω, πόσο ανθρώπινο,

o luce etterna che sola in te sidi)

κι αυτή όλο και περισσότερο να ντελιριάζεται,

κι αυτός όλο και περισσότερο να σπαρταράει,

και οι κραυγές τους ίδιες με δυο σπαθιά

που μπήγονται το ένα μέσα στο άλλο

μέχρι που αλληλοαφανίζονται για πάντα.

 

Κι όταν έσβησε ο τρομερός σπασμός τους,

απλώθηκε η αποφορά να επικυρώσει την αγάπη –

μονάχα αποφορά, ούτε αγγελάκια ούτε αλληλούια

(τι αγγελάκι να ζυγώσει εκεί πέρα…).

Ώσπου εκείνη κάποτε ανασηκώθηκε,

πήρε βαθιά ανάσα κι έπειτα

με τα φριχτά τα νύχια της φούχτιασε

το κρέας που ακόμη την πασσάλωνε

και σηκώθηκε όρθια

την πούτσα του Βιργιλίου ξεριζώνοντας…

 

Και τότε ο Δάντης που κοιτούσε γουρλωμένος

(ο τρόμος τρόμος αλλά το μάτι του γαρίδα τού κερατά),

ψέλλισε, μονολόγησε πες καλύτερα,

«Τον… σκότωσες… Τον σκότωσες τον Δάσκαλό μου…»

 

Γύρισε τότε η τρομερή η Βεατρίκη,

γιομάτη με τη θανατηφόρα γκάβλα της,

γιομάτη από τα αίματα του Βιργιλίου,

με την ξεριζωμένη την ψωλή στα χέρια:

 

«Γιά κοίταξε, βρε όρνιο, γύρω-γύρω:

βλέπεις καμιάνα σκάλα προς τον ουρανό;

Βλέπεις τίποτε Νησιά των Μακάρων,

τίποτε συννεφόκαστρα, Ηλύσια Πεδία,

λιβάδια με φράουλες και τέτοιες μαλακίες;

Εγώ είμαι ο Παράδεισος, αγάπη μου –

γυρίζω ασταμάτητα σαν το φρικιό

και βγάζω από μέσα σας την αγάπη –

δίχως εμένα η ζωή σας είναι μονάχα Purgatorio

Άντε κι ετοιμάσου: ήρθε η αράδα σου –

ρούχο ραμμένο πάνω σου δε γύρεψες;

(Τι θάρρεψες, πώς δεν ακούω αυτούς που ανεβαίνουν…)

Γδύσου, λοιπόν, να πληρωθεί η αιώνια αγάπη μας,

να ζήσεις τον αληθινό Παράδεισο,

αυτόν όπου το αίμα αγριεύει».

 

Και λέγοντας αυτά ζύγωσε προς το μέρος του

έτοιμη να τον αρπάξει κι αυτόνε,

να σου τον κάνει με τα κρεμμυδάκια·

μα ο Δάντης έδωσε κάτι πήδους απίστευτους

(όπως πηδούνε το τριπλούν – έτσι και περισσότερο)

και κάτι κολοτούμπες κολλητές, ούτε καταδρομέας να ‘τανε.

Κοντολογίς, την έκανε πανηγυρικά·

και μόλις έφτασε σε απόσταση ασφαλείας,

πατώντας κιόλας το σκαλοπάτι που θα τον κατέβαζε από την κορυφή,

της φώναξε της κάποτε αγαπημένης…

 

«Άσε με, Βεατρίκη,

το βύσσινό σου να μου λείπει…

Καλή η πλήρωση της αιώνιας αγάπης μας,

αλλά ακόμη καλύτερο το έρμο μου τομάρι…

Ένα ρούχο ραμμένο πάνω μου σου ζήτησα –

όχι να με περάσεις στον ρεντέ

Κράτα για σένα τον Παράδεισό σου:

εγώ θα πάω πίσω στο Purgatorio,

θα βρω μια γωνιά σ’ ένα πλάτωμα,

ή μια σπηλιά ή μιάνα γούβα,

τι διάολο, κάπου θα βρω και θα κουρνιάσω,

και θα γράψω για τον Paradiso όπως τον ξέρω

από τα Κλασικά Εικονογραφημένα:

αράδα οι ενάρετοι και οι χρηστοί κι οι ευσεβείς –

και οι εν Χριστώ φονιάδες μούρη κουλούρι,

και γκραντ φινάλε ο Έμπυρος,

το Φλεγόμενο Ρόδο,

η Ένωση της Σάρκας με το Φως –

τι άλλο θέλω;»

 

Και μόλις τ’ άκουσε αυτά η Μπεατρίς

κρεπαρισμένη άνοιξε το βρωμόστομά της

και τον έλουσε πατόκορφα τον θλιβερό τον ποιητάκο,

που έναν καιρό τής πούλησε και έρωτα στη Φιρέντσα

α, γέμισε ο κόσμος απ’ τα βρισίδια της,

από το χώμα της γης μέχρι το τσιτωμένο δέρμα τ’ ουρανού:

 

«Χαντούμαρε, κρετίνε, μαλακάνδρα,

ευτυχώς που δεν σου κάθισα τότε στη Φλωρεντία,

που μου ’θελες και Paradiso, ρε ξεφτίλα…

Μόνο για Purgatorio είσαι αρκετός:

πάνε, λοιπόν, και ζούφαξε σε μια γωνιά,

και γράψε μαλακίες για τον Έμπυρο –

πού το μόνο έμπυρο είναι τ’ αχόρταγο μουνί μου.

Φεύγα, μαλακογκάβλη,

και σάπισε μαζί με το μικρό πουλάκι σου,

ψέλνοντας Δόξα εν Υψίστοις,

φίφα, ε φίφα…»

 

Αυτά τού φώναξε η Μπεατρίς του Ντάντε,

μα εκείνος είχε χαθεί κιόλας από το ύψωμα:

ω, μία ακόμη αιώνια αγάπη είχε πάψει –

σιγά τα ωά

 

Κι η Βεατρίκη, η τρομερή ψωλοσυλλέκτρια,

η δέσποινα και οδηγός του Paradiso,

η διαρκώς αχόρταγη για φρέσκο κρέας,

σκούπισε τον ιδρώτα της

και τα πιτσιλισμένα αίματα από το πρόσωπο,

κρέμασε την ψωλή του Βιργιλίου στο κολιέ

και μια και δυο συνέχισε την παγανιά της.

 

 

 

 

 

ΤΈΛΟΣ

 

ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΟΥΝΙΟΎ Η ΔΌΞΑ