Θανάσης Τριαρχίδης

 

 

 

Η απώλεια

ή

το πώς ένας Πρόλογος γίνεται Κυρίως Θέμα

 

 

 

 

 

Είμαστε στον Παράδεισο, που λες,

(τον Παράδεισο τον βεριτάμπλ, όχι αστεία)

ακριβώς εκείνηνα την ώρα που το φίδι έχει πει τα φαρμακερά του λόγια

κι ο καρπός ο απαγορευμένος στέκει βαρύς,

γιομάτος γλύκα, γιομάτος αίμα,

προσφέρεται κατακόκκινος – τι να λέμε…

 

Κείνη την ώρα, λοιπόν,

η Εύα απλώνει το γαλατένιο χέρι της

να πιάσει αυτό που είναι να πιάσει:

είναι πλασμένη (απ’ το γνωστό πλευρό) μόλις προ ολίγων ημερών

–ή έστω, προ ολίγων εβδομάδων–

και, ω θεοί, η σάρκα της μυρίζει αδημονία…

Μα τότε, τσουπ, να σου ο Αρχάγγελος Κυρίου μπρος της,

την αρπάζει από το χέρι και της λέει:

«Έλα να σου δείξω ένα βιντεάκι, φιλενάδα,

και μετά, αν θέλεις, πιάστονα τον απαγορευμένο καρπό…»

 

Και μια και δυο αρχίζει την προβολή του ο ερίφης

(που βρήκε οθόνη μην το ρωτάς –

άγγελος Κυρίου είναι, ό,τι θέλει βρίσκει)…

Και βέβαια δείχνει τα πρέποντα στην άτακτη την Εύα:

ντούμπες με πτώματα του Ολοκαυτώματος

παιδιά της Χιροσίμας, ράφια με κρανία ανθρώπων στην Καμπότζη,

κουφάρια τουμπανιασμένα απ’ την πείνα,

πυραμίδες με κομμένα κεφάλια, πολιτείες πλημμυρισμένες στο αίμα,

πεδιάδες μετά τη μάχη, όπου τα ανθρώπινα μέλη

ακόμη αργοσαλεύουν

και τα λοιπά και τα λοιπά

 

Και μόλις τέλειωσε το βίντεο,

της μίλησε της Εύας με λόγια σταράτα:

«Αυτό που είδες, καλή μου, είναι το μέλλον σου,

η Ιστορία που θα πουν κι οι επερχόμενοι σοφοί,

αυτό που, τέλος πάντων, θα αρχίσει άμα δαγκώσεις

ό,τι λαχτάρας να δαγκώσεις…

Σκέψου, λοιπόν, πόσο τ’ αντέχεις·

πόσο αντέχεις να πάρεις την ευθύνη

για την δική σου γκάβλα να πετάξεις τους ανθρώπους

μόνους κι αβοήθητους μέσα στην Ιστορία,

μυρμήγκια μέσ’ στη μεγάλη πυρκαγιά…»

 

Και, βέβαια, μεγάλη ταραχή πιάνει την Εύα

(είναι να μην την πιάσει την καψερή με τέτοιο θέαμα)

τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα,

η ανάσα της γίνεται διακεκομμένο λαχάνιασμα –

«όχι, εγώ δεν ήθελα να …» καταφέρνει να ψελλίσει,

«δεν ήξερα πώς…», «δεν σκεφτόμουν…»,

και δώσ’ του τ’ αναφιλητά να μην μπορούν να σταματήσουν,

να δυναμώνουν, να γίνονται λυγμοί…

 

Πάλι τα κατάφερες, Αφέντη, σκέφτηκε τότε ο άγγελος,,

πάλι το έκανες το κομμάτι σου,

έφτιαξες σάρκα έτοιμη για τον χαμό

και τώρα την πέταξες μέσα στις φλόγες του φόβου·

πάλι πιλάτεψες τα μυρμηγκάκια,

τ’ αφήνεις να κάνουν όνειρα κι έπειτα ρίχνεις

αμμωνία στις μυρμηγκοφωλιές…

 

Κι όπως τα σκεφτόταν τούτα ο άγγελος Κυρίου

την συμπόνεσε την έρμη την κοπέλα,

που πια σπάραζε με λυγμούς πεσμένη καταγής.

Την πλησίασε, έσκυψε από πάνω της:

«Εντάξει, καλή μου,» της είπε,

«ένα εκπαιδευτικό βίντεο ήταν, πάει, τέλειωσε –

κι ούτε πρόκειται να βγει αληθινό…

Κοίτα γύρω σου τον Παράδεισο και ηρέμησε –

σκέψου την αιωνιότητα που μας προσμένει…»

Τέτοια της έλεγε· μα η κοπέλα πού να ηρεμήσει:

κουλουριασμένη κάτω χτυπιόταν και βογκούσε,

τι να λέμε, το κορίτσι είχε πάθει ζημιά…

Κι έτσι θέλησε να την παρηγορήσει,

το χέρι του πήγε από μόνο του θαρρείς πάνω στα μαλλιά της,

ήσαν απαλότερα και από το ακριβότερο μετάξι

(σαν να κόπασαν κάπως οι λυγμοί)

το άλλο χέρι του πάνω στο ώμο της,

ω, πώς έκαιγε το δέρμα της από την τόση ταραχή,

ανασηκώθηκε κάπως η κοπέλα κι έπεσε στην αγκαλιά του,

κι η σάρκα της κόλλησε πάνω στη σάρκα του…

 

Και τα υπόλοιπα μπορείς και να τα φανταστείς –

κάποτε τα χέρια βρίσκουν επιτέλους τον δρόμο τους

(τάχα εσύ δεν ξέρεις από δαύτα;):

για πότε ο άγγελος Κυρίου χύμηξε στα βυζιά της

(όλη η αιωνιότητα σαρώνονταν από το τρέμουλό τους)

για πότε κι οι δυο τους γίνηκαν ολάκεροι χέρια και γλώσσες,

βογκητά και τεντώματα…

Κι η Εύα  χούφτιασε τον πούτσο του δικού μας

(ω, τι ψευτιά κι αυτή, πως οι άγγελοι δεν έχουν φύλο –

έχουν και παραέχουν, πίστεψέ με,

πράγμα που σαλεύει, σαλάμι να χορτάσει ο λαός)

κι άρχισαν οι μεγάλες συγκινήσεις…

Κι ιδού πώς μεγαλώνει η πούτσα του αγγέλου σαν την τρομπάρεις,

τι παλαμάρι είναι τούτο τρομερό,

έτοιμο να ξεσκίσει κάθε παρθενιά,

έτοιμο να ξεσκίσει τον ίδιο τον ουράνιο θόλο.

 

Ώσπου κείνη η παραδείσια πρώην θρηνούσα,

έσκυψε και το φίλησε το γκαβλάρι του αγγέλου,

με την γλωσσίτσα της την τρομερή βρήκε εκείνονε τον κόμπο

κάτω από το κεφάλι, εκεί όπου όλα τα νεύρα της γκάβλας σμίγουνε

(τι σου είναι η γλώσσα, αυτή κι αν πηγαίνει από μόνη της εκεί που πρέπει),

κάτοπιν πήρε στο στόμα της την ψωλάρα

κι έφτασε τα χείλη μέχρι τις τρίχες

(αχ πόσο πολύ μπορεί να ανοίξει ένα στόμα).

Και παρευθύς, δώς του πάνω κάτω

να τον ρουφάει σαν βεντούζα,

και τα δάχτυλα να χορεύουν γύρω απ’ τ’ αρχίδια,

να τα μαλάζουν, να μπαίνουν στην κωλοτρυπίδα·

τι τα θες; – τα είδε όλα λαμπερά ο άγγελος Κυρίου,

ας γίνει ό,τι να ’ναι, σκέφτηκε,

κι ας γαμηθεί το σύμπαν

και την ίδια στιγμή σάρωσε τα σπλάχνα του

η τρομερή βιτσιά της γκάβλας

ω ουρανοί, ερχότανε το προαιώνιο σπέρμα…

 

Και τότε, κι ενώ η γλύκα γέμιζε τον κόσμο,

άδραξε τότε η Εύα το ξυράφι 

(μην ρωτήσεις πού βρέθηκε το ξυράφι –

στον Παράδεισο είμαστε: ό,τι θες το βρίσκεις)

και χραααπ το πήρε σύρριζα το μέγα παλαμάρι,

σαν πίδακας τινάχτηκε το αίμα με το σπέρμα,

(αυτό που ερχότανε προαιώνιο απ’ τους αδένες),

πιτσιλίστικε το πρόσωπο της Εύας,

και το κορμί της και τα μεταξένια της μαλλιά,

και όλος ο Παράδεισος

(ακόμη και το απαγορευμένο δέντρο πιτσιλίστικε,

ακόμη και το φίδι – αν πράγματι, λέμε τώρα, υπήρξε φίδι…)

Κι ο άγγελος Κυρίου ένιωσε μέσα στην ανείπωτη δροσιά την ανείπωτη κάψα,

«ω γκάβλα» βόγκηξε,

βέβαιος πως έτσι ήταν η αγάπη,

(ανείπωτη γλύκα που στο κουκούτσι της φωλιάζει μιαν ανείπωτη απώλεια),

βέβαιος πως η ζωή είναι πρωτίστως συγκινητική…

 

Κι έπειτα η Εύα του την έδωσε στο χέρι του δικού μας

την κομμένη, την καταματωμένη την ψωλή του

ουάου, την ψωλή που ακόμη πάλλονταν 

και του ’πε, η χαμούρα, με σκληρή φωνή

(τη φωνή των γκαβλωμένων γυναικών):

«Πες χαιρετίσματα στον Κύριό σου –

κι άμα θελήσει κάτι το σούπερ σπέσιαλ,

μιάνα συγκίνηση βαθιά κι αληθινή,

με το αιματάκι της, που λέμε,

ξέρει πού να με βρει, τον περιμένω…»

 

 

 

 

 

ΤΈΛΟΣ

 

ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΟΥΝΙΟΎ Η ΔΌΞΑ